—της Μαρίας Τοπάλη—
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Έχω ήδη συνοδεύσει τη μητέρα δις στο εμβολιαστικό κέντρο της Ηλιούπολης και τους θεία Ρ. και θείο Σ. άπαξ, στην Ακαδημίας. Και τις τρεις φορές είχαν όλα κυλήσει άψογα και ευχάριστα, τίποτε όμως δεν προμήνυε το απογειωμένο σκηνικό στο «μέγα» εμβολιαστικό κέντρο της Helexpo σήμερα, στο Μαρούσι. Κάποιος επίμονα αποθηκευμένος ταχυδρομικός κώδικας περασμένων δεκαετιών με είχε στείλει αρχικά να εμβολιαστώ στην original Helexpo, στη Θεσσαλονίκη. Επειδή, όπως γνωρίζουμε, τα μυθιστορήματα άλλο δεν κάνουν παρά να απηχούν την εξωτική πραγματικότητα, όταν είδα στην οθόνη του υπολογιστή τη διεύθυνση, Εγνατία 154, έπαιξα για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου με την ολότελα αδικαιολόγητη ιδέα της μετάβασης. Ταυτόχρονα, άκουσα στη βάση του κρανίου μου τον Μπιθικώτση να τραγουδά ένα τραγούδι που ποτέ δεν το συμπάθησα και που νομίζω πως έλεγε κάτι σαν «Εγνατίας 406», πράγμα που με μετέφερε σε εποχές και σε μέρη όχι πολύ ελκυστικά. Έτσι συμβαίνει πάντα με τη Θεσσαλονίκη. Εκεί που πάω να τη λαχταρίσω, θυμάμαι κάτι άλλο και μαζεύομαι. Με συνοπτικές διαδικασίες μπήκα στην πλατφόρμα και διόρθωσα το λάθος.
Ο σωστός αυτή τη φορά ταχυδρομικός κώδικας με έστειλε πάλι στη Helexpo, αλλά του Μαρουσιού, αλλάζοντας ταυτόχρονα το σκεύασμα από Moderna σε Pfizer. Αποδέχτηκα ευχαρίστως. Πλησιάζοντας σήμερα, 7 Μαΐου, στο Μαρούσι από την άνοδο της Κηφισίας, ανέπνευσα και πάλι μιαν ατμόσφαιρα παιδικών χρόνων. Άλλων παιδικών χρόνων. Πιο πίσω από τη μαρουσιώτικη Helexpo βρίσκεται το μαιευτήριο που γέννησα τη μεγάλη μου κόρη, πιο δίπλα το σχολείο που εκείνη φοίτησε αργότερα – το «αδελφό» μάλιστα σχολείο του δικού μου, της Θεσσαλονίκης. Από την άλλη μεριά του δρόμου είναι το Ωδείο του Μ.Π., όπου και τα δυο παιδιά μου πέρασαν πολλά δημιουργικά χρόνια. Μολονότι χαραγμένη και δομημένη με ό,τι αντιπαθώ – δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, τεράστια άσχημα κτίρια – η γειτονιά αυτή μου έφερε σήμερα το πρωί μαζί με το μαγιάτικο αεράκι τη θετική της αύρα στα ρουθούνια. Είχα περάσει καλά εδώ με τα δρομολόγια, με τα βιβλία και τον υπολογιστή μου, οδηγώντας, περιμένοντας, δουλεύοντας, ταΐζοντας, ελπίζοντας φοβερά. Ξαναβουτούσα σε αυτή την δωρεάν γλύκα κάθε φορά που με έφερνε ο δρόμος από κει· έτσι και σήμερα. Στο στήθος μου κυμάτισε η ευγνωμοσύνη προς τα παιδιά, όπως την είχε το μέρος απορροφήσει.
Μέχρι να τα σκεφθώ αυτά βρισκόμουν ήδη σε κάτι που έμοιαζε με αραιή ουρά και κινούνταν ταχύτατα. Δεν φώναζε κανείς. Πρόλαβα να σημειώσω ότι αντί για τους ευγενέστατους σεκιουριτάδες θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί εθελοντές αλλά ήμουν ήδη στον χώρο υποδοχής μπαίνοντας δεξιά, γιατί ο σεκιουριτάς είχε διαβάσει τον αριθμό στο χαρτί που του έτεινα, και μου είχε δείξει πού να πάω. Ήταν όπως το περασμένο καλοκαίρι, σε εκείνη τη μοναδική μπαρόκ όπερα που επί πανδημίας είδαμε με τα κορίτσια στο Ηρώδειο. Υπήρχε πάλι στημένος διάδρομος με σχοινιά, και κάθε λίγα μέτρα ένας ευγενικός και εύστροφος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, καθοδηγούσε τον βηματισμό σου. Εμείς προχωρούσαμε γρήγορα, με μιαν εύλογη πείνα για ό,τι έμελλε να ακολουθήσει επί σκηνής. Σήμερα, μετά από αυτόν τον μακρύ, κλειστό χειμώνα με τα βουλιαγμένα του ορόσημα, βάδισα γρήγορα στον φρέσκο πρωινό αέρα όπως είχα βαδίσει στα σκαλιά του Ηρωδείου εκείνο το απόγευμα του περσινού καλοκαιριού. Όλοι σήμερα βαδίσαμε γρήγορα και μπήκαμε μέσα. Εκεί, είδα τις καρέκλες, μπαίνοντας όπως είπαμε δεξιά. Ήταν καλές καρέκλες και πολλές, όχι εκείνες οι μισοδιαλυμένες που τις συναντάμε παντού στα δημόσια κτίρια και μας ρίχνουν τη διάθεση, ακόμη και όταν όλα τα άλλα δουλεύουν θαυμάσια (όπως για παράδειγμα στα εμβολιαστικά κέντρα της Ηλιούπολης και της Ακαδημίας).
Εδώ, στην ψηλοτάβανη και άσχημη Helexpo, οι καρέκλες ήταν καινούριες και τοποθετημένες ημικυκλικά. Κάποιος (ο σεκιουριτάς που θα μπορούσε να είναι και εθελοντής) προέτρεπε μαλακά τους εισερχόμενους να κάθονται. Κάποιος άλλος, στην άκρη του ημικύκλιου, μας είπε «να περάσουν οι τρεις πρώτοι». Και τότε σκέφτηκα μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ότι μπορεί στ’ αλήθεια να συνέβαινε αυτό το απίθανο, το τρελό θεατρικό κόλπο, και είπα μέσα μου «μπα!». Πρόλαβα όμως να διαβάσω στις κρυμμένες πίσω από τη μάσκα αναπνοές των διπλανών μου, που δονήθηκαν διαφορετικά για έναν απειροελάχιστο χρόνο, ότι κι εκείνες ή εκείνοι έκαναν ακριβώς την ίδια τρελή σκέψη: «θα μας πουν τώρα, μόλις σηκωθούν οι τρεις πρώτοι και προχωρήσουν, να μετακινηθούμε οι υπόλοιποι στις καρέκλες, από τη μια στην άλλη, όπως σε παιδικό παιχνίδι και να καθίσουν οι τρεις επόμενοι — αποκλείεται!». Όμως μας το είπαν. Γινόντουσαν πολύ γρήγορα και ανάλαφρα όλα αυτά γιατί ο πρωινός αέρας μας είχε σπρώξει να βαδίσουμε γρήγορα σαν να φορούσαμε μπότες με ροδάκια ή σαν να είχαμε τίποτα μικρά φτερά στους αστραγάλους. Και ο ίδιος αέρας υπαγόρευσε με βεβαιότητα στον πίσω σεκιουριτά, που φύλαγε τα νώτα του ημικύκλιου των καρεκλών από τη μεριά της εισόδου και διηύθυνε τη ροή να πει μαλακά «μετακινηθείτε στις καρέκλες» και όλοι μετακινήθηκαν με απίστευτη ετοιμότητα, ταχύτητα και ελαφρότητα.
Παίζαμε. Και παίζαμε σωστά. Όπως ολόσωστα είχαν παίξει οι άνθρωποι και σε άλλες περιστάσεις, για παράδειγμα σε εκείνη την foire du progrès, την έκθεση προόδου, όπως την ονειρεύτηκε και την αποκάλεσε και τη σχεδίασε ο φίλος μου Π.Π. μαζί με τον Β.Β. το 2017. Είναι πράγματα που τα ζήσαμε στ’ αλήθεια και μας κράτησαν. Και, επίσης, πότισαν τον χώρο που κατέλαβαν συμβαίνοντας. Όχι μόνον αυτό που βλέπεις, όχι μόνον αυτό που παίρνεις και κερδίζεις αλλά πώς είναι οι άλλοι γύρω σου. Πώς παίζουν μαζί σου. Έτσι τότε, έτσι σήμερα. Δεν μεσολαβούσαν ούτε λεπτά, παρά μόνο δευτερόλεπτα και οι υποψήφιοι για το εμβόλιο ήδη προχωρούσαμε με αυτόν τον χορευτικό τρόπο στον επάνω όροφο. Πήραμε κυλιόμενες; Πήραμε ράμπα; Αδύνατο να θυμηθώ. Δεν είχα καθόλου βάρος να μεταφέρω. Ίσως δεν ήταν καν όροφος αλλά απλώς επίπεδο. Σε αυτό το επόμενο επίπεδο υπήρχε άλλο ένα ημικύκλιο από καρέκλες, που ούτε κι αυτές δεν ήταν παλιοκαιρισμένες. Και εκεί καθίσαμε επίσης χορευτικά και παιχνιδιάρικα, μετά βίας δυο λεπτά ο καθένας γιατί κινηθήκαμε με τον ίδιο επιτελεστικό τρόπο προς την επόμενη φάση, τη γραμματεία, τη συμπλήρωση της φόρμας, τη γιατρό, το τσίμπημα στο μπράτσο, τον νέο χώρο με τις καρέκλες για την προληπτική αναμονή των εμβολιασμένων, τον επόμενο σεκιουριτά που σου έδειχνε «από δω», και ύστερα ο άλλος «από δω», και ήμουν έξω. Οι γύρω μου έκαιγαν διαρκώς το ίδιο μίγμα βενζίνης από μικρή έκπληξη, διστακτική ευαρέσκεια και φοβερή ελπίδα.
Στον δεύτερο κύκλο των καρεκλών με αναγνώρισε η φίλη Α.Ζ., που είναι όμορφη. Η Α.Ζ. αγαπά το περπάτημα στα βουνά, όπως κι εγώ. Φωτογραφίσαμε η μια την άλλη. Πολύ ροζ ξαφνικά στην ατμόσφαιρα. Ήταν κάποια τροπή του φόβου και του άγχους σε λουλουδάτη ανακούφιση; Την ήξερα καλά αυτή τη χαρά, την είχα ξαναδοκιμάσει. Foire du progrès; Μα ναι! Foire internationale! Πολύς κόσμος αλλά μέσα σε γλυκό δροσερό αέρα. Κόσμος που κυλούσε μαλακά από το ένα στο άλλο. Χωρίς όλα αυτά που πάντοτε με δυσκόλευαν, χωρίς δυνατή μουσική και έξαρση, χωρίς στριμωξίδι και συνθήματα. Μόνο κάτι μικρά φτεράκια στα πόδια, μια μυρωδιά γεμάτη υποσχέσεις, και μια διαδρομή με εναλλαγές εκ των προτέρων αποφασισμένη, όπως τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, με αλληλουχία εκθεμάτων που εξάπτουν τη φαντασία. Ατμόσφαιρα γιορταστική αλλά ήπια, δίχως τον τρόμο του πανηγυριού, στερέωνε τη μεγάλη βόλτα στη Διεθνή Έκθεση των παιδικών μου χρόνων. Στη Θεσσαλονίκη. Σαν να βλέπεις ξανά και ξανά, κάθε Σεπτέμβριο, τη «Μελωδία της Ευτυχίας» ή «τον Βιολιστή στη Στέγη» και κάποιος, επιπλέον, να σου χώνει μέσα στην παλάμη τυλιγμένη σε χρυσόχαρτο τη βεβαιότητα πως θα βλέπεις αυτές τις ταινίες με την ίδια ευχαρίστηση, για πάντα. Ισχύει. Η εναλλαγή των περιπτέρων με τη γεωγραφική σήμανση. Τα ονόματα των χωρών. Είναι στ’ αλήθεια εδώ η Γαλλία και η Ιταλία. Τα πόδια μας, τα πόδια μας. Όλη η ζωή τότε και τώρα ήταν στα πόδια μας. Ελαφρά πόδια, στον γλυκό φθινοπωρινό αέρα της Θεσσαλονίκης. Η προσδοκία του λούνα παρκ. Η αναμονή για το μαλλί της γριάς. Μαζί με τον κόσμο, κυλάμε χωρίς να σπρωχνόμαστε. Ο ήχος των ανθρώπων δίχως ένταση. Ο ύπνος που μετά μπορεί να ερχόταν κατ’ εξαίρεση γλυκός, ελαφρύς και ασφαλής. Θα ξαναδιαλυόταν ο κόσμος σε βία και θυμό, χωρίς αμφιβολία. Όμως εκείνες τις μεγάλες φθινοπωρινές βραδιές στη ΔΕΘ φορούσαμε ακόμη τα πέδιλα του καλοκαιριού και φιλοξενούσαμε συγγενείς από τη Νότια Ελλάδα, για την περίσταση. Ο κόσμος όλος εκτελούσε μια χορευτική διαδρομή ρίχνοντας μπόλικη ζάχαρη στα μουχλιασμένα παλιοθεμέλιά του.
Βρισκόμαστε μέσα στους ανθρώπους και χάρη στους ανθρώπους ασφαλείς.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Διάφοροι καημοί
from dimart https://ift.tt/33p2u1U
via
IFTTT