—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—
«Μακριά από μας κάθε ιδέα κομματισμού και μεροληψίας».
«Γιατί, με τα μυαλά που έχεις, κάθε εξουσία θα σε κατατρέχει».
Στις δύο σύντομες εναρκτήριες σκηνές, στην πραγματικότητα παρουσιάζεται ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας. Και μιας που αυτός ήταν ο πατέρας μου —αλλά και ο δάσκαλός μου (αν και όχι ο μόνος) όσον αφορά στην τέχνη της αφήγησης και της δραματουργίας—, μπορώ και τον «διαβάζω» χωρίς κόπο ανάμεσα στα πλάνα και στις ατάκες των διαλόγων.
Κυνηγός της αλήθειας σε όλα του τα έργα, ό,τι κι αν κόστιζε αυτή, κυνηγός της ελευθερίας και για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους, κυρίως, και εραστής της Ιστορίας.
Καμία νομενκλατούρα και καμία εξουσία δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ενσωματώσει όσο κι αν τον ήθελε.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην Δίκη των Δικαστών, την ταινία του Πάνου Γλυκοφρύδη, στην οποία ο Φιλοποίμην Φίνος επένδυσε πάνω από 7.000.000 δρχ. εν μέσω δικτατορίας και πολέμου. (Θέλει αρετή και τόλμη, λένε…) Και που αφηγείται την δίκη των δύο δικαστών που αρνήθηκαν, παρά τις πιέσεις του οθωνικού καθεστώτος, να υπογράψουν την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.
Η σκηνή της αγόρευσης του εισαγγελέα, ως στήσιμο, ως παρουσίαση, είναι σχολή: Οι κινήσεις της κάμερας ελάχιστες αν όχι ανύπαρκτες. Τα zoom (πολύ της μόδας την εποχή εκείνη) ελάχιστα αν όχι ανύπαρκτα και αντικατεστημένα με επίσης ελάχιστα μη αντιληπτά travelling, και οι ηθοποιοί, φιγούρες κέρινα ομοιώματα, icons της επανάστασης, λες και σε ρόλους πραγματικού θεάτρου, και το σκηνικό, πλήρως αφαιρετικό στα όρια ξύλινης σκαλωσιάς μαθητικής σκηνής που παριστάνει «την αίθουσα του δικαστηρίου», το κοινό πολύχρωμο ως μετρημένοι ηθοποιοί χορού, και τα λόγια των ηθοποιών, [ο πρόεδρος, ο εισαγγελέας], ολόκληρα σε πλήρη ρεαλιστική μεταφορά από τα πρακτικά της πραγματικής δίκης.
Οι αλλαγές των πλάνων και των κάδρων, οι αναγκαίες.
Η σκηνή της σύλληψης του Κολοκοτρώνη πριν από την σκηνή της αγόρευσης του εισαγγελέα, ολόκληρη εκτός της οικίας του, μονοπλάνο contre-plongé μετρημένο καλά όμως, διόλου κάθετο, με σύνθεση μόνο από σκιές έντονες, ρυθμιστές γεωμετρίας του κάδρου, του σκηνικού, και της νύχτας, κινήσεις των στρατιωτών και μόνο, δύο τρεις ατάκες όχι λιγόλογες, (σαν ο Κολοκοτρώνης να μιλά με τον εαυτό του), και το μακρινό γαύγισμα ενός σκύλου, λες να είναι αυτός ο σκύλος που λέει ο Κολοκοτρώνης. Πόση μοναξιά. Πόση αδικία. Αυτός που απελευθέρωσε έναν λαό ένα έθνος και μία πατρίδα. Πόση βαριά τραγική μοναξιά τον περίμενε.
Η ομάδα σκηνών της εξέτασης των μαρτύρων και της συνεδρίασης των δικαστών, και της κατασκευής της γκιλοτίνας (με μια άγνωστη μαύρη μοίρα σε μια ψηλή γωνία), ταυτόχρονες ως δραματουργική αντίστιξη, με τους ηθοποιούς πάντα φιγούρες κέρινα ομοιώματα, εμφανίζει αναντίρρητα την συνομωσία ενάντια στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα από την πλευρά της Βασιλείας.
Η μουσική του Χρήστου Λεοντή, συχνά μόνο σαν ξέχωροι ήχοι αν και πάντα στο μέτρο άλλων ήχων του περιβάλλοντος, (βροχή με συνεχείς ψιχάλες ως ισοκράτημα), η φωτογραφία του Άρη Σταύρου bold έγχρωμη αν και όχι συνεχώς αλλά πάντα με το contrast σε βαθμούς πάνω της όποιας πραγματικότητας, τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου μαζί με το μακιγιάζ και τα σκηνικά, συνολικός πίνακας σε λαογραφικό μουσείο, οι λίγες αλλαγές πλάνων συν ένα 360 μοιρών όλης της αίθουσας του δικαστηρίου, τα λόγια είτε των δικαστών είτε των μαρτύρων, παρμένα από τα πρακτικά της πραγματικής δίκης, κυνηγούν να καταδείξουν την ιστορική αλήθεια. Αμέτοχα με μηδενική υπόδειξη και διδαχή.
Βεβαίως, το σινεμά της εποχής με την αρκετή χρήση zoom και ιδίως με το γέλιο του εισαγγελέα, αλλά και με το παίξιμο των ηθοποιών γενικά και όχι ειδικά, τηλεμεταφέρουν εύκολα στα 70s. Αλλά ας βάλουμε μια υποσημείωση: η ταινία γράφτηκε το 1973 και γυρίστηκε το 1974 με την δικτατορία από πάνω και με τα γυρίσματα να διακόπτονται από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο…
Έτσι, όταν ο θεατής του 2021 σταματήσει να παρατηρεί τα 70s που φαίνονται ακόμη και σε μικρές φράσεις των διαλόγων, όταν αυτοί δεν είναι πρακτικά της πραγματικής δίκης, και σταματήσει (ξανά) να παρατηρεί μία επί της ουσίας alternative (έτσι θα την έλεγαν σήμερα) δημιουργία των Πάνου Γλυκοφρύδη, Άρη Σταύρου, Διονύση Φωτόπουλου, Χρήστου Λεοντή, Πέτρου Λύκα, και Φιλοποίμενα Φίνου —το σινεμά ποτέ δεν ήταν δουλειά ενός ανθρώπου άσχετα αν ο σκηνοθέτης και συνολικός εμπνευστής ένας ήταν πάντα—, τότε θ’ αρχίσει να αντιλαμβάνεται οσκαρικές ερμηνείες, με πρώτη αυτή του Νίκου Κούρκουλου, και το ότι παρακολουθεί ένα ιστορικό γεγονός σε επίπεδο δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ διάρκειας μόλις 88 λεπτών. Στα όρια μιας ταινίας μεγάλου μήκους.
Το περίφημο δεκάλεπτο μονοπλάνο της απολογίας του Πολυζωίδη, στηριγμένο δραματουργικά από πριν με σημαντικές σκηνές όπως αυτή του πλήθους με τους πυρσούς, στα όρια του μαγικού ρεαλισμού (μιας που στην ταινία δεν υπάρχουν γεγονότα που δεν είναι πραγματικά, αλλά μόνο κινηματογραφημένα στην αναπαράστασή τους με συγκεκριμένο τρόπο), αυτό το δεκάλεπτο που έσωσε την τιμή μιας χώρας και ανέτρεψε όλο τον σχεδιασμό της Βασιλείας, νομίζω πως γυρίστηκε μία φορά. Άντε δύο…
Ο κινηματογράφος του φιλμ δεν υπάρχει πια. Και μαζί του δεν υπάρχουν πολλά πράγματα. Και πολλοί άνθρωποι. Διόλου κακό αυτό. Το μέλλον είναι εδώ και είναι συναρπαστικό, αλλά αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα, θέλει αρετή και τόλμη, το μέλλον, όπως η ελευθερία._
* * *
from dimart https://ift.tt/3rgU0n7
via
IFTTT