Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Ταξίδι στον Ημιόροφο

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Ο κύριος Βασίλης μάζεψε μια ελιά από κάτω, μια χαμάδα, που μάθαμε να λέμε και μεις τα κολεγιόπαιδα. Τη μασούλησε με το κλουκ-κλουκ της μασέλας του και ύστερα έβγαλε το «ουκούτσι» στην άκρη των δαχτύλων και το πέταξε στο χώμα. Οι κότες έτρεξαν να δούν τι ήταν — κατόπιν, βέβαια, το παράτησαν. Δεν έχω «δικαιολογία», εδώ που κάθομαι να θυμάμαι πράγματα με τον πραγματικό τρόπο. Εδώ όλα συνδέονται και δεν πειράζει το ψέμα, αρκεί να κρύβεται από τον εαυτό του. Αλλά ποντάρω στη γοητεία της αφαίρεσης καθώς περπατάω. Τότε έρχονται πουλιά ξένα, από μνήμες που δεν με επισκέπτονται πια και σκέψεις που ήταν στο βυθό της άγνοιας. Ελλείψει θέματος, είπα μήπως ο Γιώργος παραδεχτεί την σύνοψη μιας δεκάλεπτης αναμονής, ακουμπώντας στο τιμόνι του λεωφορείου.

Τα παράθυρα, η μπαλκονόπορτα, ανοιχτά και το ρεύμα ανέμιζε τις άσπρες κουρτίνες. Απ’ έξω περνούσε ένα κορίτσι με την τσάντα του, θα ήταν στο γυμνάσιο, όμορφο μα κάπως απεριποίητο, αφηρημένο και συμπαθές. Έστριψε το δρομάκι και πήρε τον ανήφορο λίγο λίγο, τον κουραστικό, τον ανυπόφορο ανήφορο που έπαιρνα κι εγώ γυρίζοντας απ’ το σχολείο στο σπίτι που μύριζε φαγητό. Στο σκοτεινό σπίτι όλα, κουρτίνες, κρεβάτια, πολυθρόνες είχαν ρουφήξει τη μυρωδιά της κουζίνας, περίμενε να με περιθάλψει από τα εφηβικά μου παραπατήματα, σαν αποκρουστική νοσοκόμα που επιβλήθηκε σε ηλικιωμένο από τα παιδιά του. Ω, δε ζήλευα τα νιάτα της, πυώδης χρόνος. Έχοντας διακρίνει καλά τα πρόσωπα, έχοντας μεταφράσει την αναπνευστική  έκφραση, τη σιωπή και τα μάτια που κοιτάζουν για να αποδοκιμάσουν, ξέρει το μέλλον της πια. Αλλά εδώ κοίταζα το φωτεινό σπίτι των παππούδων. Ανεμίζει, αρμενίζει στο μέλλον με άλλο πλήρωμα, φαίνονται και τα μωσαϊκά του, ήμουν δεκαεννιά χρονώ όταν η μητέρα μου έστριψε για τελευταία φορά το κλειδί. Ένα κοριτσάκι, μοδιστρούλα της Πόλης και ένας ανορθόγραφος τυπογράφος απ’ τα Βουρλά ταξίδεψαν μαζί του μπροστά στο άλσος Παγκρατίου, στον ημιόροφο. Εικόνες, συρταράκια με ψιλικά, η αθάνατη ασπρόμαυρη τηλεόραση των παιδικών μας χρόνων, η ραπτομηχανή που κράτησε το σπίτι, με το ντουλάπι της γεμάτο γαλαζόπετρες, μαγνήτες, βελόνες κ.λπ.  Τέλος πάντων, τίποτε ιδιαίτερο να μοιραστείς με κανένα, κάτι στεγνά δάκρυα μπροστά στο ασήμαντο διαμερισματάκι του παππού σου. Αλλά, καθώς κυλάει ο χρόνος, παρακάλεσες για μια μικρή στάση. Πέρασε και το κορίτσι. Όλα εντάξει, μικρά, πικρά, και η χαρά σαν ανύποπτο αρνάκι της Λαμπρής που παίζει δίπλα στη μητέρα του. Αντίο, μικρή μου έφηβη, σ’ αγαπώ, φεύγω για την Αμερική πάνω σε ένα τιτάνιο πλοίο, σου κουνάω το μαντήλι, είσαι ό,τι έχω. Και αυτή έστριψε και χάθηκε.

Ανθίζουν τα γιασεμιά  στο —ερείπιο πια— σπιτάκι, που ζούσε ο κύριος Βασίλης. Με μαύρα γυαλιά, έδιωχνε τα παιδιά που χαζολογούσαν μετά το σχολείο και σουλατσάριζαν έξω απ’ το συρματόπλεγμα της αυλής του. Ο κύριος Γιάννης, ο αστυνόμος, σκότωσε ένα κουτάβι που είχε μαζέψει ο κύριος Βασίλης. Το βρήκαμε με τη σφαίρα στο κεφάλι. Συγγνώμη, Κύριε, δε μπορούμε να Σού επιστρέψουμε τους ανθρώπους Σου, αφού δε συγχώρησες τότε μια μικρή αταξία, έχεις μικρή καρδιά. Φοβόμουν μα ακολούθησα τον παππού στο σπίτι του κυρίου Βασίλη να πάρουμε αυγά, γιατί είχε μερικές κότες. Και τότε άνθιζαν τα γιασεμιά. Σπρώξαμε την πόρτα και βρήκαμε τον πατέρα του κοριτσιού αυτού που γύρναγε απ’ το σχολείο μαζί με δυο ηλικιωμένες γυναίκες να συζητούν δυνατά. Υπό το φως των κεριών που χόρευε, το πρόσωπό του κυρ Βασίλη αποκτούσε μια κίνηση, μια ψευδαίσθηση κίνησης, στον ίσκιο της μύτης που έπεφτε ακριβώς πάνω στο λίγο ανοιχτό στόμα, στον οφρυακό ίσκιο που ενωνόταν και χωριζόταν με τους μαύρους κύκλους των ματιών. «Στην Ελλάδα τυφλός, δυο φορές τυφλός», μουρμούρησε ο παππούς τραβώντας πίσω του την αυλόπορτα.

Τι αρχίζει και τι τελειώνει, ένα ξένο πουλί κάθεται όλη μέρα και κράζει, εγώ.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο twitter
instagram-logo
img_logo_bluebg_2x


from dimart https://ift.tt/2mDhgjU
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου