Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Τώρα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Η ιδέα φαινόταν καλή, ήμουν ανάστατος. Δε μπορούσα ν’ αποκοιμηθώ. Έβλεπα τον ουρανό, την εξοχή και τους χαρταετούς. Πέρσι δεν τα κατάφερα, ο σπάγκος —μολονότι τα ’λεγα— δεν έφτασε, οι δικοί μου δεν ήξεραν πόσο ψηλά πετούσαν οι αετοί μας. Έγινα ρεζίλι, πιο χαμηλός απ’ όλους, δεν έφτανε να βρει τον αέρα, όλο έκανε σβούρες και στο τέλος καρφώθηκε με ταχύτητα στο κοκκινόχωμα των αμπελιών, μούσκεψε και χάλασε. Ήμουν νευρικό παιδί και το έκρυβα με ένα ηλίθιο γέλιο που μου είχε φορέσει η μητέρα μου για να καλύπτω την ευθιξία που είχα μακροκληρονομήσει από τον προπάππου στα Βουρλά (εκείνον τον είχαν σκοτώσει σε καβγά). Άφησα τον χαλασμένο χαρταετό, τους σπάγκους έτσι όπως ήταν κι έφυγα…

Τώρα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος απ’ την αγωνία να ξημερώσει, να μαζευτούμε στ’ αμπέλια και να πετάξουν οι αετοί. Στην αποθήκη, σ’ ένα πανέρι βρήκα τους φελλούς με τις πετονιές από τα χρόνια που ο πατέρας και ο νονός μου είχανε βάρκα και ψάρευαν. Διάλεξα τις τέσσερις πιο καθαρές και πιο γεμάτες, τις είχα κρυμμένες στο εκδρομικό μου σακίδιο. Με αυτές ενωμένες, ο αετός θα χανότανε στα σύννεφα.

Την επόμενη νύχτα ήμουν στο κρεβάτι με μπλαστρωμένα χέρια και υπέφερα. Προσπάθησα να κρατήσω τον αετό, η πετονιά έμπαινε σχεδόν στο κρέας μου αμέσως, έκοβε, έτσουζε κι έπαιρνε ύψος· δεν άντεχα, το θυμάμαι, προσπαθούσα αλλά οι στιγμές ήταν ανυπόφορες, τέλος πάντων τον άφησα και παρακολούθησα την πτώση του, έπεσε μακριά. Γύρισα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Στο στρατόπεδο απέναντι υπήρχαν δυο εγκαταλειμμένα φορτηγά, σαν εκείνα που στη δεκαετία του πενήντα πήγαιναν στη Λούτσα τους κολυμβητές. Είχα ήδη αρχίσει να αφαιρούμαι, πάντα αυτό συμβαίνει, φεύγει το μυαλό και ξεχνιέμαι, ανέβηκα στο πρώτο και άπλωσα τα πόδια μου στο καντράν. Άρχισα να φαντάζομαι ότι είμαι τουρίστας στην Αφρική κι ότι αυτό ήτανε το τζιπ μου. Δίπλα ένας μαύρος δασοφύλακας, οπλισμένος. Λίγο πιο κει (στην αλάνα που παίζαμε) μια αγέλη λιονταριών κατασπάραζε ένα ζώο. Η αλάνα είχε πάντα νερά μετά τη βροχή και μέσα έπαιζαν κροκόδειλοι και ιπποπόταμοι. Έσπρωξα τον μαύρο συνοδό μου και άναψα τσιγάρο βλέποντάς με να παρακολουθώ πως τον τρων οι κροκόδειλοι. Αν ήμουν Καρυωτάκης θα έλεγα: «θάνατος είναι η λαγάνα και ο ταραμάς, απομεσήμερο Καθαράς Δευτέρας, καθώς ο ήλιος μεσουρανεί και πέφτει θλιβερά για τον αδιάβαστο μαθητή».

Τότε ακούστηκαν από μακριά κάτι κοριτσίστικα χάχανα. Τα κορίτσια, που όλους τους κοροϊδεύουν, που περνάς και χασκογελάνε και εσύ κοκκινίζεις κάνοντας ότι δεν ακούς, ενώ στη ραχοκοκαλιά σου τρέχει κρύος ιδρώτας. Τις μισείς, δεν υπάρχει διέξοδος για τη φαντασία να το μετατρέψει αυτό σε κάτι ευχάριστο. Η λασπωμένη αλάνα καθρεφτίζει τον ουρανό, ούτε κροκόδειλοι, ούτε λιοντάρια, ούτε σαφάρι, μόνον εγώ στο παλιάμαξο να σκύβω μη με δούνε και νιώσω το χλευασμό του φύλου τους πιο βαθιά κι απ’ ότι χώθηκαν στα χέρια μου οι πετονιές. Αλλά ανασηκώθηκα να ρίξω μια ματιά και τις αντίκρισα, τέσσερις σταματημένες να με κοιτάνε. Υποχρεωτικώς πέταξα ένα «γεια» και πάγωσα σα σαύρα, αφού η αληθινή ανάγκη να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ στα διακόσα μέτρα δεν είχε την περηφάνια μου σύμμαχο. Πλησίασαν παιχνιδιάρικα και όλο σκέρτσο, με παρακάλεσαν να ανέβουν στο φορτηγό και μετά λέγανε τι ωραίο που είναι και αν λειτουργεί. Η μια σκέφτηκε να τις πάω ταξίδι, «ναι, ναι, σε παρακαλούμε, πάμε ταξίδι», θέλανε να παίξουμε. Αλλά εγώ είχα ξαφνικά μεταβληθεί. Μού φαινότανε βλακώδες να κάνω πως οδηγώ και να ακούω τα επιφωνήματα της ρηχής τους φαντασίας, εκδήλωσα ενόχληση στο άκουσμα της ιδέας. Και τότε ένα κορίτσι πρόσεξε το μπουφάν μου, γεμάτο αίματα. Είδαν τα χέρια μου, ανησύχησαν (ήταν χάλια και δεν το είχα προσέξει, ψιλοφοβήθηκα χωρίς να δείξω), άρχισαν τις ερωτήσεις και με θαύμαζαν που δεν πονούσα. Με το ζόρι με τράβηξαν στο σπίτι της Χ., με γνώρισαν στη μαμά της και σε μια λεκάνη χλιαρό νερό άρχισαν να περιποιούνται τα χέρια μου.

Εγώ ζαλιζόμουν από το εξελισσόμενο γεγονός, σαν όνειρο όλα θολά και υπόκωφα συνέβαιναν και ήμουν ο Πρωταγωνιστής. Εκεί μου μπλάστρωσαν τις παλάμες, η μητέρα τηλεφώνησε στους δικούς μου, συστήθηκαν και τέλος έμεινα για φαγητό κι έφυγα το απόγευμα. Με ξεπροβόδισαν (τα άλλα κορίτσια είχαν φύγει πριν το φαγητό) με αγκαλιές και γλυκά χαμόγελα. Αύριο θα τα λέγαμε στο σχολείο. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου.

Πήρα το δρόμο, έκανε κρύο, νύχτωνε, οι κοκκινολαίμηδες στις αυλές κελαηδούσαν κι εγώ δεν μπορούσα να καλοπιστέψω τα όσα έγιναν καθώς περνούσα το φορτηγό. Μπήκα στο σπίτι και απαντούσα με μισόλογα. Πήγα στο δωμάτιό μου να διαβάσω, αλλά ρέμβασα τόσο που πέρασε η ώρα. Έκανα ένα τσαπατσοπέρασμα και σηκώθηκα. Θυμάμαι ακόμη το φαγητό που είχαμε: κροκέτες μπακαλιάρου κρύες, από το μεσημέρι. Η ταραμοσαλάτα δε μ’ άρεσε. Η σκορδαλιά… ούτε συζήτηση. Λίγη λαγάνα με ζεστό κασέρι… Έκανα μπάνιο, καληνύχτισα και ξάπλωσα. Ούτε μια στιγμή δεν ξαναπέρασε απ’ το μυαλό μου  ο χαρταετός. Στο εξής πια τίποτα δε θα ’ταν το ίδιο.

Την άλλη μέρα τις είδα από μακριά στο προαύλιο, είχαν εκείνο το μισητό ύφος, κορόιδευαν, ψιθύριζαν, κρατήθηκα μακριά τους. Θα ήθελα να μην τις ξανασυναντήσω ποτέ. Και ποτέ δεν ξαναμιλήσαμε. Όμως κάθε βράδυ ονειρευόμουν, προσευχόμουν σχεδόν, να επαναληφθεί μια τέτοια άξαφνη, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη ευτυχία.

Οι ουλές του χαρταετού βάθυναν τις γραμμές της παλάμης και καμιά γύφτισσα δε μπορεί να πει τη μοίρα μου πια.

* * *

il_fullxfull.299647181

Εικόνα εξωφύλλου: Claudia Tremblay

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2StBCdp
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου