—της Μαρίας Τοπάλη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Η Βάρκιζα είναι ένας παραθαλάσσιος δήμος της Αττικής. Ενώ όμως οι υπόλοιποι δήμοι αυτής της περιοχής, π.χ. η Βούλα, η Βουλιαγμένη, η Γλυφάδα, ανακαλούν, όποτε αναφέρονται, στη μνήμη μας εικόνες ελληνικού καλοκαιριού (άμμο, ξαπλώστρες, θάλασσα, σουβλάκια, παγωτά, θερινό σινεμά) το όνομα της Βάρκιζας παραπέμπει σε ένα ιστορικό γεγονός, προεισαγωγικό του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949. Πρόκειται για τη λεγόμενη «συμφωνία της Βάρκιζας» που υπογράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1945 ανάμεσα στην τότε ελληνική κυβέρνηση και στο ΕΑΜ, με σκοπό τον τερματισμό των εχθροπραξιών που είχαν κορυφωθεί τον Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα (είχαν ξεκινήσει, στην πραγματικότητα, πολύ νωρίτερα, αρκετόν καιρό πριν την απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής).
Η «συμφωνία της Βάρκιζας» έχει περάσει στην ιστορία ως αποτυχημένη, εξαρχής υπονομευμένη προσπάθεια να αποφευχθεί ο Εμφύλιος. Ακολούθησε πράγματι ο Εμφύλιος και ως συνέχειά του το μετεμφυλιακό κράτος. Η «Βάρκιζα» διαβάζεται και σήμερα ακόμη με δύο (τουλάχιστον) τρόπους, αναλόγως του πού τοποθετεί κανείς τον εαυτό του στη σύγχρονη Ελλάδα: αν αισθάνεται κληρονόμος της συντηρητικής πλευράς, των νικητών δηλαδή του Εμφυλίου, «Βάρκιζα» ήταν η υποκριτική, εκ μέρους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κατά βάση του ΚΚΕ, προσχώρηση στην προοπτική μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου. Υποκριτική, αφού η συμφωνία εξαρχής υπονομεύθηκε: ο Βελουχιώτης την αρνήθηκε ευθέως ενώ μεγάλο μέρος του ΕΛΑΣ (και του ΚΚΕ) αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, όπως προέβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, η συμφωνία. Αν, πάλι, ανήκει κανείς στους κληρονόμους της πλευράς των ηττημένων, τότε «Βάρκιζα» σημαίνει, ανάλογα και με την υπο-ομάδα: λάθος συμφωνία, προδοσία του κινήματος, παράδοση των όπλων στον αντίπαλο που κατόπιν δεν σεβάστηκε –αυτός, πρωτίστως- τη συμφωνία και ξεκίνησε τις διώξεις και τη «λευκή» τρομοκρατία.
Όλα αυτά σε μια κανονική χώρα, σε μια κανονική δημοκρατία ευρωπαϊκών προδιαγραφών θα αφορούσαν, μερικές δεκαετίες αργότερα, τους ιστορικούς, τους μαθητές που θα διδάσκονταν οπωσδήποτε στα σχολεία τη νεώτερη ιστορία, μερικούς πολύ διαβασμένους δημοσιογράφους. Άντε και τους χομπίστες-ιστοριοδίφες. Ως εκεί. Όμως εμείς, δεν είμαστε μία κανονική χώρα. Οι μαθητές στα σχολεία δεν διδάσκονται τον Εμφύλιο. Δεν υπάρχει γνώση, κατανόηση, επεξεργασία και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει συμφιλιωτική μνήμη ούτε λήθη. Η σύγχρονη ιστορία, όπως και η σύγχρονη λογοτεχνία παραμένουν «εκτός ύλης». Η «ύλη» τόσο στα σχολεία, όσο και στο μεγάλο σχολείο του δημόσιου βίου, παραμένει καθηλωμένη στη μετέωρη, σκοτεινή, αμφιλεγόμενη και δυσοίωνη Βάρκιζα.
Την άνοιξη του 1983 πήγα, με αρκετή καθυστέρηση, στην πρώτη μου φοιτητική συνέλευση, ως πρωτοετής της Νομικής Αθήνας. Αν θυμάμαι καλά, γινόταν στο αμφιθέατρο Σβώλου. Ήταν κατάμεστο και κάπου εκεί, μπροστά, στην «έδρα», δυο νέοι με ατημέλητα μαλλιά, ο ένας τους, νομίζω, και με γένια, με τις χαρακτηριστικές φάτσες και φωνές των αμφιθεάτρων της εποχής, διαξιφίζονταν μεγαλοφώνως. Ανάμεσα στις φράσεις που αντάλλασσαν σε έντονο ύφος διέκρινα αμέσως τις λέξεις «συμφωνία-της-Βάρκιζας». Είχα μπει σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο. Ήταν δεκαετία του 80. Οι εκπρόσωποι των φοιτητών θα συζητούσαν, υποτίθεται, θέματα φοιτητικού, δηλαδή εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Ήξερα, βέβαια, ότι σε πολύ κρίσιμες περιόδους, όταν πχ δολοφονήθηκε ο αριστερός βουλευτής Λαμπράκης από παρακρατικούς, φυσικό ήταν να υπήρχε και στα πανεπιστήμια αναβρασμός: επρόκειτο για περίοδο επώασης της πολιτειακής εκτροπής. Το πολίτευμα, η δημοκρατία, η τήρηση του Συντάγματος που κινδύνευαν θα απασχολούσαν με άμεσο τρόπο τους φοιτητές, τα κινήματα και τις οργανώσεις τους. Αργότερα είχε έρθει, άλλωστε, το Πολυτεχνείο. Αλλά και στη Γαλλία είχε γίνει ο Μάης του ’68, και στα αμερικάνικα πανεπιστήμια είχε αμφισβητηθεί δυναμικά ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Όμως εγώ βρισκόμουν στην ειρηνική, δημοκρατική Αθήνα του 1983. Είχα μπει στο πανεπιστήμιο με όρεξη. Το ΠΑΣΟΚ μεσουρανούσε, η δημοκρατία ήταν σταθερή και το περιεχόμενο του φοιτητικού συνδικαλισμού δεν θα όφειλε, όπως αφελώς πίστευα, να περιλαμβάνει παρά ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Φυσικά, θα υπήρχαν γραφικές ακραίες ομάδες που θα διέβλεπαν όξυνση της ταξικής πάλης με κάθε αφορμή και θα καλούσαν τους φοιτητές να παλέψουν στο πλευρό του εργατικού κινήματος. Υπήρχαν άλλωστε και οι ακραίοι της άλλης πλευράς: τα μαυροντυμένα αγόρια με τις σιδηρογροθιές και τους λοστούς, που κατά καιρούς τρομοκρατούσαν την περιοχή γύρω από τη Νομική. Αλλά κι αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να λογίζεται ως περιθωριακό. Είπαμε: ο κόσμος γύρω μας ήταν σταθερός, ειρηνικός, με τη δυναμική της ευημερίας να σφραγίζει τις νοοτροπίες και τις επιλογές.
Ήμουν 18 χρονών, τα πάντα γύρω μου με ενδιέφεραν σχεδόν υπερβολικά. Εννοούσα να είμαι πολιτικοποιημένη αλλά στο ύφος της δικής μου εποχής, που εννοούσα να τη διακρίνω από τις προηγούμενες. Οι ατημέλητοι, αναμαλλιασμένοι νεαροί που συζητούσαν για τη συμφωνία της Βάρκιζας σε ένα βρώμικο αμφιθέατρο με σπασμένα τζάμια (μάλλον θυμάμαι λάθος: η Σαριπόλων ήταν με τα σπασμένα τζάμια, όχι η Σβώλου…) μου φάνηκαν αμέσως θλιβεροί, ξεπερασμένοι και αρκετά αστείοι. Αργότερα πάντως εκείνοι πολιτεύθηκαν, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους «συνδικαλιστές» της Νομικής. Εγώ, όχι. Του ενός από τους δυο που φώναζαν εκείνη τη μέρα του 1983 για τη συμφωνία της Βάρκιζας στη Σβώλου δεν ξέχασα το όνομα: Γιώργος Κατρούγκαλος.
Δεν ξαναπάτησα σε συνέλευση μέχρι τις αρχές του ’88 που πήρα πτυχίο. Οι αναμαλλιασμένοι με τις βροντερές στομφώδεις φωνές μιμούνταν ολοφάνερα κάποιους μεγαλύτερούς τους, αφού η διογκωμένη σκιά του Πολυτεχνείου έπεφτε βαριά πάνω στα αμφιθέατρα της δεκαετίας του 80. Εμένα η προδιάθεσή μου ήταν προς τα μπρος — δεν με τραβούσε η μνήμη των ηρώων κανενός είδους. Με έπνιγε, αντίθετα, σαν το λιβάνι και τα μακρόσυρτα παπαδίστικα μουρμουρητά. Δεν: δεν ήθελα να ανήκω σε όλα αυτά. Η αναφορά στη Βάρκιζα τη μέρα εκείνη της πρώτης συνέλευσης υπήρξε καταλυτική — για το Θεό, σκέφθηκα, και το θυμάμαι σαν να είναι τώρα αυτή η στιγμή: για το Θεό, είναι δυνατόν οι άνθρωποι να συζητάνε για τη Βάρκιζα μέσα στο αμφιθέατρο της σχολής στην οποία έχω μόλις εισαχθεί; Κούνια, βεβαίως, που με κούναγε. Διότι κι ανάμεσα σε φίλους και συντρόφους ήμουνα μόνη και κατάμονη, όπως συνειδητοποίησα αργότερα. Διότι μπορεί να μην ανήκαμε στην ίδια οργάνωση με τον Κατρούγκαλο. Ούτε στιγμή όμως δεν μας πέρασε από το μυαλό, ημών των ανηκόντων σε άλλη οργάνωση, υποτίθεται ρεφορμιστική, να αρνηθούμε το πλαίσιο. Και το πλαίσιο το έθετε ο Κατρούγκαλος. Το πλαίσιο ήταν — και παρέμεινε: η Βάρκιζα.
Αποχώρησα, συμβολικά και πραγματικά από το συγκεκριμένο πεδίο, αρνούμενη να το νομιμοποιήσω. Του γύρισα την πλάτη επιδεικτικά. Στην πραγματικότητα, το παραχώρησα στα αγόρια και στα κορίτσια που έπαιζαν, αστεία στην αρχή, πιο σοβαρά αργότερα, τους παλιούς ρόλους που είχαν μάθει να θαυμάζουν από νωρίς. Σήμερα, 32 χρόνια αργότερα, το εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο πεδίο υψώθηκε σε δολοφονικό τσουνάμι που έσκασε πάνω στη χώρα και τη σάρωσε. Πάνω του, σερφάρει όρθιο, γερασμένο πια και γραβατωμένο αλλά πάντα ελαφρά μακρυμάλλικο και μουσάτο, το αγόρι που εκφωνεί και πάλι τον περί Βάρκιζας λόγο του. Στις 20 Ιουλίου, παραλαμβάνοντας το υπουργείο Εργασίας από τον προκάτοχό του, ο Κατρούγκαλος δήλωνε ότι «Η συμφωνία δεν είναι Βάρκιζα γιατί δεν παραδόθηκαν τα όπλα, δηλαδή η εξουσία». Φαίνεται ότι πολλοί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν σπεύσει να επικρίνουν τη συμφωνία την οποία είχε μόλις υπογράψει ο Τσίπρας με τους δανειστές ως ένα είδος νέας Βάρκιζας. Δεν βρισκόμουν πλέον, δυστυχώς, στην πόρτα του αμφιθεάτρου. Δεν είχα την πολυτέλεια να γυρίσω την πλάτη, ούτε σε αυτό ούτε και στους «συντρόφους» που τη συνέχεια του ΕΑΜ τη φαντασιώνονταν και την ποθούσαν ως κακοπαιγμένη παρωδία ένοπλης επικράτησης. Ούτε στον Κατρούγκαλο, που ερμήνευσε ευθέως τη δημοκρατική, συντεταγμένη άσκηση εξουσίας εκ μέρους της κυβέρνησής του ως «όπλο» που δεν παραδίδεται — προφανώς σε κάποιον «εχθρό».
Αυτό στο οποίο είχα στρέψει άλλοτε την πλάτη περιφρονητικά και γελώντας, είναι σήμερα πλειοψηφία στη χώρα μου. Με κυβερνά, έχοντας ήδη σωριάσει την οικονομία σε ερείπια κι έχοντας ήδη βάναυσα τραυματίσει το πολίτευμα και τους θεσμούς. Οι γέροντες γονείς μου βλέπουν ορατό μπροστά τους το φάσμα ενός αναξιοπρεπούς τέλους και τα παιδιά μου επίσης ορατό μπροστά τους το φάσμα της έλλειψης μέλλοντος. Πάνω σε αυτά τα ερείπια, ο γραφικός και κατά πολλούς πολιτευόμενος με το αζημίωτο Κατρούγκαλος φαντασιώνεται εαυτόν ζωσμένο φυσεκλίκια να υψώνει τη κουρελιασμένη σημαία του, σαν άθλια φιγούρα του Μποστ.
Ο Κατρούγκαλος, τότε και τώρα, διαθέτει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Είναι, στην πραγματικότητα, αμετάφραστος. Φανταστείτε για λίγο έναν ξένο δημοσιογράφο, οποιουδήποτε εντύπου, αριστερού, κεντρώου ή δεξιού, μιας ευρωπαϊκής χώρας ή ενός αμερικανικού καναλιού να επιχειρεί την αναμετάδοση της περί την Βάρκιζα δήλωσής του. Θα χρειαζόταν εκτενής καταβύθιση στο ιστορικό παρελθόν, δύσκολες συνόψεις και παραπομπές: η «είδηση» θα ήταν —είναι— στον περιορισμένο χωροχρόνο της ενημέρωσης αμετάφραστη, πρακτικά αμετάδοτη. Το ίδιο ισχύει άλλωστε, τηρουμένων των αναλογιών, και για μεγάλες κατηγορίες ελλήνων πολιτών και ψηφοφόρων, ιδιαίτερα των νεότερων γενιών: η αποκωδικοποίηση της Βάρκιζας ξεπερνά, στην πράξη, κάθε ρεαλιστική δυνατότητα ενημέρωσης και ανταλλαγής.
Είμαστε όμηροι ενός πολιτικού συστήματος παλαιότατου, κλειστού και απροσπέλαστου με όρους μιας σύγχρονης, πόσο μάλλον ευρωπαϊκής ή και διεθνούς δημόσιας σφαίρας. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο τόσο αγριεμένο και εσωστρεφή, που το λεξιλόγιό του δεν μπορεί να μεταφραστεί, οι χειρονομίες του δεν μπορεί να γίνουν αντικείμενο καμίας ορθολογικής επικοινωνιακής διαμεσολάβησης. Γενιές νεότατων ανθρώπων, εξοικειωμένων με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, δικτυωμένων σε πλανητικό επίπεδο είναι όμηροι της σκοτεινής βίας μιας αμετάφραστης Βάρκιζας. Στρέφοντας επιδεικτικά, περιφρονητικά την πλάτη μου στο βουερό αμφιθέατρο εκείνη τη μέρα της άνοιξης του 1983, παραχωρούσα, όπως και χιλιάδες άλλοι αν και μένα, στους Κατρούγκαλους το μέλλον των παιδιών μου. Για να συνεννοούμαστε: οι συνομιλητές του Κατρούγκαλου από τους άλλους πολιτικούς χώρους, όσοι στη διαχρονία αποδέχτηκαν τους όρους μιας τέτοιας συζήτησης, νομιμοποίησαν, δηλαδή τις Βάρκιζες ως πλαίσιο, είναι πλέον στα μάτια μου συνυπεύθυνοι για το σημερινό δράμα της χώρας. Οι υπόλοιποι ευθυνόμαστε, με τη σειρά μας, που αφήσαμε στα χέρια τους αυτή την πολύ σοβαρή υπόθεση που είναι η πολιτική.
Παραδομένος οπλισμός του ΕΛΑΣ μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: εστιατόριο με θαλασσινά στη Βάρκιζα
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα
from dimart http://ift.tt/1D8qPJi
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου