—του Στέλιου Φραγκούλη—
Ο Yπουργός ξεροκατάπιε. Ζήτησε λίγο νερό. Περίμενε. Η αναμονή έφερε ένα σούσουρο στα έδρανα. Ο πρόεδρος χτυπούσε κάθε τόσο και φώναζε: «Ησυχία!» Δυο βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν αγκαλιαστεί και έβγαζαν σέλφι. Κάποιος από την αριστερή πτέρυγα μιλούσε έντονα, συνοδεύοντας τα λόγια του με τη χαρακτηριστική κίνηση του ανδρικού αυνανισμού. Ο παχύτερος βουλευτής είχε αποκοιμηθεί. Το ίδιο και ο γηραιότερος. Οι δυο σέξι βουλευτίνες των αντιπάλων παρατάξεων κάθονταν δίπλα-δίπλα και χασκογελούσαν. Ένας πρώην υπουργός, παθιασμένος ψαράς, είχε ξεμοναχιάσει κάποιον κύριο από πλαστικό, νεαρό, και του εξιστορούσε τις αλιευτικές επιτυχίες του καλοκαιριού.
Ξαφνικά το σούσουρο διέκοψε αυτόματα ο πρόεδρος της συνεδρίασης, που είχε μεταμορφωθεί σε φουσκωτή κούκλα για άσχημα βίτσια. Η στοματάρα της στρογγυλή, τα βλέφαρα ηδυπαθώς μισόκλειστα και κάτι τραγανά βυζιά πάλλονταν πάνω στο έδρανο. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης τώρα δεν έβγαζαν σέλφι αγκαλιασμένοι, παρά ό ένας κάθονταν στα γόνατα του άλλου και φιλιόσαντε σα λυκειόπαιδες. Ένας ερωτικός παροξυσμός απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και γίνονταν τ’ αδιανόητα. Ρούχα σέρνονταν στα πατώματα, ερωτικές κραυγές, βόγγοι, «αχ όχι», «πες μου τι είσαι», τριξίματα, κραυγές οργασμού, ο διπλανός του προέδρου είχε περιλάβει τον πρόεδρο, τον είχε γυρίσει και τον κουνούσε σαν τρελός και εκείνος λαχανιασμένος προσπαθούσε να κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης.
Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κοπέλα με το νερό. Ο Υπουργός, αφού ήπιε μια-δυο γουλιές, ξερόβηξε επιδεικτικά για να επαναφέρει την τάξη. Όταν όλοι σώπασαν και απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί παντού, ο Υπουργός συνέχισε:
Καθόμουνα στο καφενείο και κύτταζα από τη βιτρίνα
μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε
να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της
το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε με καταδιώκει
πέταξε γύρω γύρω μου τρεις φορές
στάθηκε στην πόρτα του καφενείου
και μου φώναξε:
—Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε, θα σε σκοτώσω!
εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω
για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε με τις καλογριές
ήτανε όλα τόσο άσχημα, φρικτά
που άρχισα να γελάω
να γελάω
να γελάω
είδα και τον εαυτό μου να περνάει
έξω από τη βιτρίνα
ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός*
*Ποίημα «Το Καφενείο», του Μίλτου Σαχτούρη
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Ιερώνυμος Μπος, «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων»,
λεπτομέρεια, c.1490-1511.
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2Es4V8T
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου