—του Στέλιου Φραγκούλη—
Η σκουπιδιάρα του δήμου, συνοδεία αστυνομικών, κυλούσε τόσο αργά στην άσφαλτο, σα να την έπαιρνε το ανεπαίσθητο ρεύμα του λιμανιού. Μια γύφτισσα έκλαιγε. Οι άλλοι όλοι κοίταζαν, συνηθισμένοι στον κατατρεγμό, καταταγμένοι από τη μέρα που γεννήθηκαν, απ’ τη μήτρα που βγήκαν σε ένα ασήμαντο και διόλου ηρωικό περιθώριο. Κάτι συρρικνωμένοι άνθρωποι, όλοι τους μελαψοί, άλλοι απ’ τα Λιόσα, άλλοι απ’ το Μπαγκλαντές παρακολουθούσαν τους υπαλλήλους να τους παίρνουν το μίζερο εμπόρευμα και να το πετούν στο μύλο της σκουπιδιάρας. Βασιλικοί και Καμπανούλες, Λειριά του Κόκορα, σύρματα και σπογγοπετσέτες, πλεξούδες σκόρδα — όλα μέσα.
Μικροπωλητές χωρίς άδεια, πλάι στη λαϊκή αγορά Αγίας Παρασκευής. Σηκώθηκαν κι αυτοί μαύρα χαράματα ήρθαν κι αυτοί να προλάβουν τη λαϊκή. Σαν τα αδέσποτα σκυλιά τους φερθήκαμε, μπόγιες.
Ωστόσο δεν τόλμησαν οι αστυνόμοι να σηκώσουν το βλέμμα στο γέρο-γύφτο με την τραγιάσκα και το παχύ λευκό μουστάκι, αυτόν που φέρνει κάθε Τρίτη τα πανέρια του, πλεγμένα από καλάμια και βούρλα απ’ τα νικοτινιασμένα του δάχτυλα. Πώς να τον πειράξεις αυτόν, αρχετυπική μορφή. Ούτε να το κοιτάξουν δε μπόρεσαν. Δίπλα μου ένας φαφούτης, αφού μάζεψε το τραπεζάκι του, άναψε τσιγάρο και μουρμούρισε γελαστά: «Πού να το ξέραμε, θα κοιμόμασταν λιγάκι παραπάνω».
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2Pf71us
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου