Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Βαχ και αχ και αμάν — και κλαίγανε οι πουτάνες

Έγκλημα στην Πόλη #17 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου αγαπάει το δημοκρατικό καθεστώς. Ανθεί πάντα στις δημοκρατίες. Απεχθάνεται τα στρατιωτικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα γιατί, με την ψευδεπίγραφη ηθική τους, τις αξίες της οικογένειας και της θρησκείας, διώκουν πάντα την πληρωμένη απόλαυση. Χωρίς βεβαίως να μπορούν να εξασφαλίσουν την απόλαυση της απαιτητικής σάρκας εντός του ηθικού και ενάρετου συζυγικού βίου. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Θέμα που προφανώς δεν απασχόλησε την Μπονμπόν, που ως ζαχαρωτό προσέφερε τη γλύκα του κορμιού της στους πελάτες του πορνείου στο οποίο εργαζόταν από την εποχή που ήταν ακόμα ανήλικο κορίτσι. Αρμένισσα στην καταγωγή, χριστιανή στο θρήσκευμα, συνυπήρχε σε αγαστή αρμονία —αν αγνοήσουμε βέβαια τις συχνές αντιζηλίες που διέκοπταν τις αρμονικές σχέσεις— με τις υπόλοιπες ιερόδουλες. Ρωμιές, Λεβαντίνες, Εβραίες, Τούρκισσες, Αρμένιες, ζούσαν έγκλειστες σχεδόν μέσα στα μπορντέλα, άλλες σε καλύτερες συνθήκες και άλλες σε χειρότερες, ανάλογα με το επίπεδο, την κλάση δηλαδή του μπορντέλου.

Υπήρχαν τα πορνεία πολυτελείας, τα μεσαία και τα άσ’ τα να παν φθηνά πορνεία. Η Μπονμπόν, ξεκίνησε από ένα από τα καλύτερα πορνεία, με την ατμόσφαιρά του να θυμίζει τα καμπαρέ της εποχής: με τις μουσικές του τις ευρωπαϊκές, τα ακριβά του ποτά, τα βελούδα να κυριαρχούν σε κουρτίνες, πολυθρόνες, τραπέζια, τα ασημικά και τα μπακίρια του, τις λάμπες που γέμιζαν σκιές με τα μεταξωτά τους κρόσσια το χώρο, τα ανάκλιντρα σε στυλ μπελ επόκ, τα ανατολίτικα μαξιλάρια και χαλιά και τα αρώματα των φρέσκων λουλουδιών να διεγείρουν τις αισθήσεις. Οι παραισθήσεις οφείλονταν σε άλλου είδους σκευάσματα και θάματα.

Στον διάσημο πολυτελή οίκο ανοχής της Μαντάμ Αθηνάς στην περιοχή Σταυροδρόμι του Πέρα λοιπόν, ξεκίνησε την προσφορά του σώματός της στον βωμό της ακολασίας, χωρίς καμία ενοχή, η Μπονμπόν. Το αστικό και ευρωπαϊκό μπορντέλο της αυστηρής Μαντάμ Αθηνάς, που φρόντιζε σα μητέρα τα κορίτσια της για να μπορούν να φροντίζουν κι αυτά τους πελάτες και αυτοί με τη σειρά τους να φροντίζουν επαρκώς τα κέρδη αλλά και την καλή φήμη του οίκου της, διατηρούσε και διαιώνιζε τον μύθο των οριενταλιστών για την οθωμανική — τουρκική λαγνεία και τρυφηλότητα. Πελάτες του ξακουστού μπορντέλου της ήταν πλούσιοι αστοί όλων των ηλικιών, ορέξεων και καταγωγών: διπλωμάτες πρεσβειών, αλλοδαποί υψηλόμισθοι υπάλληλοι ξένων εταιρειών, Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένιοι, Λεβαντίνοι επιχειρηματίες σοβαρών και λιγότερο σοβαρών επιχειρήσεων, με πατρίδα κυρίως το χρήμα, κρατικοί υπάλληλοι, έμποροι, καλλιτέχνες — όλη η αφρόκρεμα της συμπαθούς τάξεως των μποέμ και των μπον βιβέρ της Πόλης καθώς και οι πανταχού παρόντες κόλακες, οπαδοί και παρατρεχάμενοι όλων αυτών.

Καλή η ζωή της Μπονμπόν υπό την προστασία της Μαντάμ Αθηνάς. Μακριά από τα πορνεία του Γαλατά και του Καράκιοϊ που απευθύνονταν στους άντρες των λαϊκότερων τάξεων. Κάθε καρυδιάς καρύδι έμπαινε σε αυτά — ναυτικοί, στρατιώτες, έφηβοι, φτωχοί οικογενειάρχες, ξένοι τυχοδιώκτες. Ο διασημότερος δρόμος της ακολασίας του Γαλατά ήταν το Yüksek Kaldırım. Εκεί η πορνεία έβγαζε τον εκλεπτυσμένο μανδύα της ηδονής και ντυνόταν βαρβατίλα, τεστοστερόνη και γρήγορη ανακούφιση. Και στο ενδιάμεσο επίπεδο, μεταξύ των πολυτελών και των πολύ λαϊκών μπορντέλων, απλωνόταν φαρδιά πλατιά η οδός Εβένου· το περίφημο Abanoz sokak. Το σοκάκι του πληρωμένου έρωτα, λίγα μόλις τετράγωνα μακριά από την πλατεία Ταξίμ και ελάχιστα μέτρα πίσω από τη Μεγάλη οδό του Πέρα, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της Πόλης. Ακόμα και τα μικρά παιδιά δεν αργούσαν να μάθουν την ύπαρξή του και να φαντάζονται χίλια μύρια για όσα υπονοούσαν οι μεγάλοι όταν αναφέρονταν σε αυτό. Φράσεις όπως «είδα τον θείο Μιχάλη στο Abanoz sokak» προκαλούσε πάντα πονηρά χαμόγελα και γέλια και χαρακτήριζε εξίσου «ένοχο ερωτιάρη» με τον θείο Μιχάλη και αυτόν που τον είδε.

Στην πραγματικότητα, η πορνεία δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα κολάσιμη πράξη στην αστική κουλτούρα των περισσότερων κατοίκων που ζούσαν στο ευρωπαϊκό κέντρο της Πόλης. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε μια πόλη να φιλοξενεί στην καρδιά της το σοκάκι της αμαρτίας, εάν δεν θεωρούσε την αμαρτία μια αρχόντισσα που ταιριάζει να κάθεται στο ίδιο τραπέζι και να συντρώγει με τις δυτικές και συνάμα ανατολίτικες αντιλήψεις των κατοίκων της;

Τα «κακόφημα σπίτια», μόνο στην οδό Abanoz, στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ήταν πάνω από 50 και σε αυτά δούλευαν περισσότερες από 550 θεραπαινίδες του έρωτα. Όταν η Μπονμπόν έφυγε από το μπορντέλο της Μαντάμ Αθηνάς, η κυρία Ματίλντ Μανουκιάν δεν είχε ακόμα αγοράσει τους περισσότερους οίκους ανοχής της περίφημης οδού Abanoz. Μέχρι το 1958 η κυρία αυτή, η μεγαλύτερη μαντάμ όλων, είχε στην κατοχή της 15 νόμιμα μπορντέλα στην περιοχή του Καράκιοϊ. Στη συνέχεια πρόσθεσε στην κολεξιόν της δεκάδες άλλους ναούς του έρωτα. Με τον ιδρώτα και τους χυμούς εκατοντάδων κοριτσιών —σύμφωνα με τις φήμες, επέλεγε ανήλικες συνήθως κοπέλες— η περιουσία της τελικά κατέληξε να είναι τεράστια. Τόσο μεγάλη που, τη δεκαετία 1990, έχοντας 70 εμπορικά κέντρα, 500 πολυκατοικίες στην Ιστανμπούλ, 200 στη Γιάλοβα, 3 πεντάστερα ξενοδοχεία στην Αντάλια, 10 βίλες στην Κυρήνεια κ.ά., επί πέντε συνεχή χρόνια ήταν η κάτοικος της Πόλης που πλήρωνε το μεγαλύτερο φόρο. Για την συμβολή της αυτή στα οικονομικά της χώρας, βραβεύτηκε από τις φορολογικές αρχές με ειδικό βραβείο.

Όμως, η Μπονμπόν αποχωρώντας από τη Μαντάμ Αθηνά, όχι μόνο δε βραβεύτηκε, αλλά αντιθέτως ξέπεσε σε ένα πορνείο της κακιάς ώρας στο Γαλατά, στην οδό Yüksek Kaldırım. Λένε ότι για κάποιον άντρα έγιναν όλα, για κάποιον άντρα παράτησε την Μαντάμ Αθηνά, κάποιον που πολλά της υποσχέθηκε και μετά έγινε καπνός. Σαν καπνός μαύρη και η καρδιά της όταν άρχισε να δουλεύει στο παρακατιανό μπορντέλο. Θαμώνας στο νέο οίκο της πίκρας της ο Χουσεήν, μόλις την είδε την καπάρωσε, μόνον αυτόν θα χόρταινε με το σώμα της. Μα η μαντάμ εδώ δε σήκωνε μονιμότητες και προτιμήσεις, όποιος την ήθελε και πλήρωνε θα την είχε. Μόνιμοι πελάτες της ο Φαχμή και ο Αλή, κανείς δεν μπορούσε να τους στερήσει το δικαίωμα να γευτούν την Μπονμπόν, χωρίς να γευτούν βέβαια και την πίκρα του πόνου της που κρατούσε καλά κρυμμένη. Πολλές φορές λογομάχησαν με τον Χουσεήν, γνωστοί εξάλλου και γείτονες και οι τρεις. «Να πηγαίνετε σε άλλο μπορντέλο, όλα ίδια είναι» τους είπε μια, τους είπε δυο και τρεις, θύμωσαν κι αυτοί. Η επιλογή μπορντέλου είναι ιερή για έναν άντρα και η επιλογή πουτάνας ιερότερη, ουδείς άλλος μπορεί να του στερήσει αυτό του το δικαίωμα. Αν άλλος αποφασίσει πού, πότε και ποιαν γουστάρει η δική του σάρκα, τότε τι είδους άντρας είναι;

Το βράδυ της 22 Ιανουραίου, λοιπόν, περίμεναν κρυμμένοι στη γωνία να πάει να συναντήσει το ίνδαλμά του ο Χουσεήν, κι εκεί που έστριβε αυτός όλο χαρά και έξαψη για την εξαίσια σωματική επαφή που θα ζούσε σε λίγο, το σώμα του ήρθε σε επαφή με την σκληρή και κρύα επιφάνεια των μαχαιριών. Μια ο Φαχμή μια ο Αλή, τόσες και άλλες τόσες οι μαχαιριές, του πήραν τη ζωή του Χουσεήν. Βγήκαν στο δρόμο τα κορίτσια από το μπορντέλο να δουν τι γίνεται, «Βαχ! Βαχ! Βαχ!» και «Αμάν, τσάνιμ, αμάν» λέγανε όλες, και πιο πολύ «βαχ» η μαντάμ που έχασε τρεις καλοπληρωτές πελάτες σε μια μόνο βραδιά. Μόνο η Μπονμπόν δεν είπε ούτε «βαχ» ούτε και «αχ», πήγαινε πολύς καιρός που τα είχε πει όλα μαζεμένα και δεν είχε πια θέληση καμιά να πει έστω κι ένα σιγανό σκέτο «αμάν».

* * *

12584090_10207629272905826_1700745725_n

Εικόνα εξωφύλλου: Πορνείο (όπως δηλώνει και η επιγραφή) στο Abanoz sokak

12650211_10207629299026479_2142664115_n

Abanoz sokak

12626215_10207629306386663_395562902_n

Υποδοχή του στόλου στο Yüksek Kaldırım

* * *

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/1OZZf0K
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου