Έγκλημα στην Πόλη #3 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Όταν η Ρεβέκα παντρεύτηκε τον Ιζάκ, έγινε γλέντι μεγάλο που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ο γάμος έγινε σύμφωνα με την εβραϊκή τελετουργία και οι δύο οικογένειες έδειχναν πανευτυχείς που τελείωσε αίσια το ειδύλλιο των δύο νέων. Στα δεκάξι εκείνη και στα είκοσι εκείνος, έμπλεξε η μοίρα του ενός με τη μοίρα του άλλου.
Στο Γαλατά μεγαλωμένοι κι οι δυο, στο Γαλατά έστησαν και το δικό τους σπίτι. Σιγά σιγά, τα σύννεφα του Βοσπόρου κύλησαν και κάλυψαν το φτωχικό τους και η πρωινή χειμωνιάτικη ψύχρα του Κερατίου εγκαταστάθηκε για τα καλά ανάμεσα στο ζευγάρι. Ποιος έφταιγε περισσότερο; Εκείνος; Εκείνη; Έφταιγαν και οι δύο; Από τα λεγόμενα των συγγενών δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη. Οι δικοί της κατηγορούσαν εκείνον και οι δικοί του, όπως ήταν αναμενόμενο, κατηγορούσαν εκείνην. Και στα επίσημα ντοκουμέντα της αστυνομίας για όσα έγιναν εκείνο το βράδυ της 10ης Μαρτίου 1947, δεν υπήρχε καμία αναφορά στην επιδείνωση της έντασης μεταξύ του ζευγαριού, στις αιτίες που την προκάλεσαν και στο αιώνιο και πάντα αναπάντητο ερώτημα τι είναι αυτό που σκοτώνει τον έρωτα και την αγάπη στα ζευγάρια.
Κατσούφης κι έτοιμος πάντα για καυγά ο Ιζάκ, εδώ και μήνες, κατσάδιαζε με γλώσσα αιχμηρή έως και προσβλητικά υβριστική τη Ρεβέκα. Ούτε βέβαια κι εκείνη ήταν αγία. Τον προκαλούσε συνεχώς και κάθε τόσο και λιγάκι, ξέροντας πια τι τον ενοχλεί, του έδινε με τη συμπεριφορά της ευκαιρίες να θυμώσει και να ανάψει ο καυγάς, να τα πουν κι οι δυο έξω από τα δόντια να γεμίσει ο δρόμος με φράσεις και λέξεις πικρές που πληγώνουν σαν τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα, να γίνει αδιάβατος και να μην υπάρχει πια επιστροφή. Έτσι λοιπόν, την άρπαξε μια μέρα την αφορμή ο Ιζάκ, την έθρεψε με πικρή χολή και ξύδι και έστρωσε πάνω της τη μεγάλη του φυγή.
Στο καφενείο, στον κήπο του Μπομόντι, βρέθηκαν ένα σούρουπο, να πίνουν το τσάι τους ο ένας απέναντι στον άλλον, σκυθρωποί και αμίλητοι. Κι άλλα ζευγάρια αμίλητα γύρω τους, αλλά η δική τους σιωπή λες και κυοφορούσε ήδη τα δυσάρεστα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Η Ρεβέκα ζήτησε νερό κι ο σερβιτόρος μαζί με το γυάλινο μπουκαλάκι της έφερε κι ένα ποτήρι με μια σειρά από χρυσά σχέδια στον κορμό του. Να ταν τα χρυσά αυτά σχέδια που έλαμψαν για λίγο στη σκοτεινή της ζωή και γοήτευσαν τη Ρεβέκα τόσο πολύ; Να ήταν η επιθυμία της να κρατήσει ένα ενθύμιο από την συνάντηση αυτή που διαισθανόταν ότι θα ήταν η τελευταία τους; Να ταν απλώς μια παρορμητική κίνηση που δεν σκέφτηκε καθόλου; Κανένας ποτέ δεν θα μάθαινε τι ήταν αυτό που την έκανε να αδειάσει το νερό από το ποτήρι και να το βάλει με τρόπο στην τσάντα της.
Όταν το κλεμμένο ποτήρι μπήκε σε περίοπτη θέση στο ράφι της κουζίνας, ο Ιζάκ μάζευε ήδη τα πράγματά του, κατευθυνόμενος στην πόρτα είπε απλά: «Εγώ με γυναίκα κλέφτρα δεν μένω ούτε στιγμή. Φεύγω». Τότε μπήκε στη σκηνή ο Δαβίτ, ο αδελφός της Ρεβέκας. Πλανόδιος πωλητής, μια χαρά χαιρόταν τη ζωή του. Ανύπανδρος, να ναι καλά οι οίκοι ανοχής του Γαλατά, σε κανένα δεν χρωστούσε, από κανέναν δεν περίμενε τίποτα. Πέσανε οι συγγενείς του να τον φάνε, η εγκαταλειμμένη αδερφή χρειαζόταν προστασία. Σε εκείνον έπεφτε ο κλήρος να συνετίσει και να της φέρει πίσω τον άντρα.
Δεν είχε ακόμα αποφασίσει τι ακριβώς θα κάνει, όταν όμως είδε μια μέρα τον Ιζάκ τυχαία στο δρόμο να συνοδεύει μία νέα και ωραία ύπαρξη, η απόφαση λήφθηκε στη στιγμή. Οι δύο άντρες άρχισαν να φιλονικούν έντονα, ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια, αλλά ο Ιζάκ πρόλαβε, πήρε την νεαρή από το χέρι και απομακρύνθηκαν γρήγορα. Ο Δαβίδ κατέφυγε σε ένα οινοπωλείο, ήπιε πιο πολύ για να θυμάται ότι έπρεπε να τιμωρήσει αυστηρά τον προδότη Ιζάκ παρά για να ξεχάσει το πάθημα της αδελφής του και κίνησε στη συνέχεια για το σπίτι των γονιών του Ιζάκ. Ο Ιζάκ δεν ήταν εκεί και ο πενηντάρης, γέρων για την εποχή, πατέρας του, ο Μποχόρ, πλήρωσε κυριολεκτικά την οργή της νύφης του. Ο Δαβίδ τού πήρε με τρεις μαχαιριές και μια ανάσα τη ζωή. Κατέφυγε στη συνέχεια στο σπίτι γνωστών του στο Ορτάκιοϊ, όπου και συνελήφθη, πληρώνοντας κι αυτός με το δικό τρόπο τη νύφη.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Διαφήμιση της «Ζυθοποιίας Bomonti», της πρώτης τουρκικής ζυθοποίας, που ιδρύθηκε το 1894 στην Κωνσταντινούπολη
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη
from dimart http://ift.tt/1Nqa7Gg
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου