—της Μαρίας Τοπάλη—
μνήμη Γεωργίου Δ. Τοπάλη
Όταν ήμουν παιδί, το «1821» ήταν μια ταινία πολύ έγχρωμη, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο μπαμπάς μου. Για την ακρίβεια, «ο πατέρας μου». Και να γιατί. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα μέσα στο ποντιακό σόι της μητέρας μου. Σε εκείνα τα ομιχλώδη εδάφη με τα βυζαντινο-ρωμαϊκά ερείπια και τα τουρκο-εβραϊκά τοπωνύμια, οι φουστανέλες και τα καριοφίλια ήταν μια πολύ μακρινή υπόθεση. Το πρωί οι γονείς μου έλειπαν στη δουλειά. Ο παππούς μου, κοντός, κοστουμάτος και χωρίς μουστάκι, βουτηγμένος στο χαρτομάνι και στα μελίσσια, μιλούσε ποντιακά με την παραμάνα μου. Κι αν δεν το «ήξερα», το ένιωθα πάντως από πολύ νωρίς ότι το ’21 ήταν μια μακρινή, μια εξ αγχιστείας υπόθεση. Τα παιδιά εντάσσουν αυτόματα τον κόσμο του παραμυθιού στον δικό τους καθημερινό κόσμο. Εκεί που ζούσα εγώ δεν φύτρωναν ούτε φουστανέλες, ούτε τσαρούχια ούτε τσίκνα από κοψίδια ανέβαινε στον ουρανό – το λέω αυτό γιατί από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι τα κοψίδια στα κάρβουνα πάνε μαζί με την ενδυμασία και τον οπλισμό. Στο μενού των παιδικών μου χρόνων, που εκτείνεται ανάμεσα σε τανωμένο σορβά και προφιτερόλ από τον «Αγαπητό», χασίλια και γλωσσίτσες από την αγορά Μοδιάνο, παρεμβάλλεται ευχάριστα ένα πιτόγυρο με μπούκοβο από την Αγίας Σοφίας — και ως εκεί με τα ψητά.
Όμως η μέρα μου ήταν διπλή. Για λίγο, ανάμεσα στον μεσημεριανό και τον βραδινό του ύπνο, έκανε την εμφάνισή του ο πατέρας. Λένε πως η παλαιά μνήμη είναι υποφωτισμένη. Δεν είμαι βέβαιη ότι αυτό ισχύει για όλες τις σκηνές, πάντως ναι, η δική του εικόνα είναι σχεδόν πάντα υποφωτισμένη. Είναι και αρκετά σπάνια, έτσι κι αλλιώς. Στέκεται σε εκείνο το σαλόνι που τη δεκαετία του ’60 δεν θερμαίνεται πάντοτε. Θερμαίνεται συστηματικά μόνο η κουζίνα και το δωμάτιο του παππού, όπου και, κυρίως, ζούμε. Το σαλόνι θερμαίνεται και φωτίζεται αραιά. Είναι ημιακατοίκητος χώρος. Ο πατέρας μου στέκεται στο ημίφως του σαλονιού. Περισσότερο γνωρίζω πως είναι αυτός, παρά τον βλέπω. Πώς το γνωρίζω; Απαγγέλλει. «Τούτον το λόγο θα σας πω….». Ακούω τη φωνή του ολοκάθαρα μέσα στο αυτί μου. Πόσο καλύτερα διατηρεί το αυτί τις αποσκευές από το μάτι, το αχόρταγο και βιαστικό – «…δεν έχω άλλον κανένα». Στο σημείο αυτό μπαίνει και λίγο μάτι: ναι, ο πατέρας με κοιτά λοξά, να δει αν τσιμπάω. Τσιμπάω φουλ, εννοείται. Τεντώνω τον λαιμό μου ψηλά, τον κοιτώ με βλέμμα «πες, πες το όλο, ξέρω τι θα πεις, το περιμένω!» Και εκείνος το λέει: «ΜΕΘΥΣΤΕ».
Η μνήμη πραγματοποιεί εδώ μια από τις αξιοσημείωτες γκέλες της. «Enivrez-vous»!Enivrez-vous sans cesse!» Αυτή είναι φυσικά μια πολύ μεταγενέστερη Μαρία. Είναι μια έφηβος που έχει διαβάσει τον Τσίρκα και, χάρη στον Τσίρκα, κυκλοφορεί με τον Βωδελαίρο υπό μάλης. Στη μνήμη, όμως, το «μεθύστε» του Παλαμά επαναλαμβάνεται δίχως τέλος, στο υποφωτισμένο σαλόνι. Sans cesse! Επειδή, πριν το πει ο πατέρας μου, κάθε φορά με κοιτά χαμογελώντας πονηρά κάτω από τα μουστάκια του —ΑΥΤΟΣ έχει μουστάκι κι ας μη φορά φουστανέλα και τσαρούχια— με κοιτά για να ανεβάσει την ένταση μέσα μου, κι όταν το λέει —«Μεθύστε!»— γεμίζει το αυτί μου και ο χώρος και, στην πραγματικότητα, το λέω κι εγώ μαζί του, ίσως μάλιστα να αναπηδώ και λίγο όπως κάνουν τα μικρά παιδιά και οι σκύλοι σε κατάσταση έντονης αναμονής. «Μεθύστε!» λέει όμορφα και καθαρά και εγώ τινάζομαι και το λέω μαζί του για πάντα, sans cesse. Η Θεσσαλονίκη υποφωτίζεται ολόκληρη, τα ποντιακά σβήνουν, οι γλώσσες θα μείνουν στο τηγάνι αφάγωτες. Το τρένο σφυρίζει και είμαστε στο βαγόνι οι δυο μας, στο πασχαλινό ταξίδι για τον Παρνασσό.
Μπορεί το τρένο να είναι μια υπόθεση κατά πολύ μεταγενέστερη του ’21, αλλά είναι αυτό που τρυπά την ομίχλη της Θεσσαλονίκης και μας μεταφέρει στο Νότο, στη Ρούμελη, στο «χωριό». Εκεί όπου μιλούν «χωριάτικα», δηλαδή ρουμελιώτικα (εννοείται πως ΔΕΝ είναι χωριάτικα τα ποντιακά!), εκεί όπου οι άντρες έχουν μουστάκια και χορεύουν τσάμικο, την ώρα που ψήνονται τα αρνιά «στο λάκκο». Δεν είμαι βέβαιη ότι μου αρέσουν όλα αυτά, αλλά μαζί του θα πιω ασφαλώς το αθάνατο κρασί του ’21, κι ας είναι ελαφρά ρετσινωμένο, κι ας είναι συχνά μισοψημένο το αρνί και περίεργος ο τρόπος που μιλάνε οι γύρω μου. Η μυρωδιά τους είναι κι αυτή κάπως ανοίκεια όπως και η μουσική, αυτές οι ένρινες φωνές και η στριγκιά δόνηση του κλαρίνου. Όχι, καθόλου βέβαιη δεν είμαι ότι μου αρέσουν όλα αυτά, αλλά η έλλειψη βεβαιότητας ενισχύει, όπως ξέρουμε, δραστικά την πεποίθηση της μέθης.
Όταν κατέβει ξεροσφύρι ο Παλαμάς, το βουητό των ανθρώπων σβήνει και μένει απέναντι ο κάμπος καθώς βραδιάζει και ανάβουν τα φώτα των άλλων χωριών. Τότε, ακούω και πάλι τη φωνή του να λέει τα ονόματα: «Αγόριανη, Μαριολάτα, Γραβιά, Καστέλι, Παλιοχώρι.» Κάτι ξεχνάω. «Από τη Μαριολάτα είναι η θειά η Αργύρω, σωστά;» Η Αργυρούλα έφυγε και αυτή από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών το 2020. Ήταν γυναίκα του Μάνθου, που έφυγε τόσο νωρίς κι όμως εγώ θυμάμαι και τη δική του τη φωνή. Και τα μουστάκια του, που πρόωρα θα είχαν γκριζάρει, γι’ αυτό και τα θυμάμαι γκρίζα. Ξεκαρδισμένοι, και ο πατέρας μου και ο Μάνθος, που με είχαν πείσει ότι αυτός, ο Μάνθος, ήταν ξάδερφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Enivrez-vous. Ο Μάνθος, έφιππος αντάρτης του ΕΛΑΣ συναντιέται sans cesse με τον Λουκά Κούσουλα στον κάμπο, σε εκείνο το βιβλίο του Λουκά με τα διηγήματα για το «χωριό». Ναι, εδώ μπορούσα να πιστέψω τα πάντα. Εδώ είχε γυριστεί αυτή η ταινία, το 1821. Το 1941. Αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές. Είχαν μουστάκια. Γύριζαν σούβλες. Γράφανε ποιήματα. Πολεμούσαν;
«Παππού!», ρώτησα όταν γυρίσαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη. «Εσύ δεν πολέμησες;» Ο λόγιος Πόντιος χαμογέλασε σαν τον Chesire Cat. Μύριζε καπνό και μελισσοκέρι. Στα παπούτσια του είχε μονίμως κολλημένη μιαν ακαθόριστη μάζα μελισσοκομικής προέλευσης. «Πού; Πού να πολεμήσω;» Εγώ: «Στη Θεσσαλονίκη, παλιά, δεν πολέμησες;» Σκέφτηκε ένα λεπτό: «Πολέμησα. Με τον Στρατηγό Βελισσάριο». Στο πιάτο του παππού το κρέας έμπαινε σπάνια, και όταν συνέβαινε αυτό, ήταν μια μικρή μπουκιά στην άκρη. Μα ο παππούς ήταν εκεί, και παραμένει παρών, sans cesse, ολόφωτος. Ο άλλος εμφανιζόταν μονάχα στις εθνικές επετείους, υποφωτισμένος. Περίμενα (sans cesse) το τρένο, που θα μας έφερνε μια φορά το χρόνο, μαζί αυτόν κι εμένα, στον τόπο της μέθης. Τον παραδέχομαι που φρόντισε να φύγει ίσα-ίσα πριν κορυφωθούν οι εορτασμοί ώστε να μην τα καταφέρω, μια φορά έστω, να φτάσω τη συζήτησή μας σε ένα χορταστικό «τέλος». Να μην μπορώ ούτε ένα κρασί να πιω με τους φίλους μου και να τον μνημονεύσω. Οπότε ας γίνει με τις μεθυστικές λέξεις. De poésie. Με αυτές που έχω πρόχειρες, από μνήμης. Πώς το λέει η Λενάρα στο τέλος των Ακυβέρνητων Πολιτειών; «Ήταν άνδρες σωστοί». Το επιβεβαιώνω: Και ο παππούς μου, ο πόντιος Νικολάκης που έπινε ούζο, και ο πατέρας μου, ο ρουμελιώτης Γιώργος που έπινε κρασί, τα σιχαινόντουσαν τα όπλα.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία De profundis
from dimart https://ift.tt/3vVu0Bf
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου