Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι και η κότα είναι μία, θα γίνει σίγουρα σαματάς

 

13815018_10209111115830973_377790054_n

Έγκλημα στην Πόλη #33 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Όλη η αντροπαρέα από το ίδιο χωριό καταγόταν, στην ίδια γειτονιά της Πόλης ζούσε, στο Galatasaray (Γαλατάσαραϊ). Δυο δρόμους  μακριά ο ένας από τον άλλον. Οι δυο στην οδό Αγά και οι άλλοι δυο στην οδό Ζεγκίν. Πιο κολλητοί και από αδέρφια ο Χουσεΐν, ο Ριζά, ο Ρεσίτ και ο Ιλιάς. Δυο μέρες να μην συναντιόνταν στο καφενείο, το κεμπαπτζίδικο της γειτονιάς ή στο σπίτι κάποιου από τους τέσσερις, την τρίτη, βρέξει χιονίσει, θα βρίσκονταν οπωσδήποτε να τα πουν, να τα πιουν και να ευχαριστηθούν. Μεγάλος σαματάς πάντα γινόταν στις συναντήσεις τους. Τα γέλια και τις δυνατές φωνές τους τις είχαν συνηθίσει οι γείτονές τους και αν περνούσαν πέντε-έξι βράδια χωρίς να τους ακούσουν να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και να φωνάζουν χαϊδευτικά ο ένας τον άλλον με αυτό το γεμάτο αγάπη «ουλάν», κι ας ήταν υποτίθεται λέξη υβριστική, ανησυχούσαν. «Hayırdır inşallah, για καλό είναι που δεν σας ακούσαμε τόσες μέρες ελπίζω» έλεγαν μόλις έβλεπαν τον έναν από τους τέσσερις και γελούσαν ευχαριστημένοι. Καλά παιδιά και οι τέσσερις, δουλευταράδες και μετρημένοι στα έξοδά τους, κομπόδεμα προσπαθούσαν να κάνουν για να παντρευτούν σε λίγα χρόνια και οικογένεια να στήσουν όπως ήταν ο προορισμός κάθε καλού μουσουλμάνου. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι και το ρακί δεν θα το έβγαζαν για κανέναν Αλλάχ από τη ζωή τους, αλλά κάποιες αρχές και αξίες ήταν ιερές, όπως η οικογένεια. Ακόμα όμως δεν είχε έρθει η ώρα τους, οι τίμιες και ηθικές σύζυγοί τους θα αργούσαν ακόμα να διαφεντεύουν τη ζωή τους.

Αυτό ακριβώς είχε στο μυαλό του ο Ριζά, ο νεότερος από όλους, όταν γνώρισε τη Ντεσιμάν — που τιμία ούτε ήταν, ούτε φαινόταν. Την εγκατέστησε λοιπόν την ερωμένη του σπίτι του και σπρώχνοντας την εικόνα της ενάρετης παρθένας συζύγου του όλο και πιο μακριά στο μέλλον, ζούσε στην αγκαλιά της τις χίλιες και μια νύχτες της ερωτικής παραζάλης. Η Ντεσιμάν στόμα είχε και μιλιά δεν είχε από την αρχή, πήγαινε με τα νερά του, ό,τι ήθελε ο Ριζά ήταν για αυτήν διαταγή. Ταλαιπωρημένη από τις παλιότερες σχέσεις της που όλες τελείωσαν με την ίδια διωγμένη από το σπίτι του αρσενικού που άλλη πια είχε βάλει στο μάτι και στη ζωή του, με μια βαλίτσα στο χέρι να τριγυρνά εδώ και εκεί μέχρι να βρει τον επόμενο αγαπημένο της, να τη σπιτώσει, να τη θρέφει, να τη χαίρεται. Καλοφτιαγμένο παλικάρι ο Ριζά, ο πιο  ευαίσθητος και καλοσυνάτος από την παρέα, γραπώθηκε η καρδιά και το σώμα της Ντεσιμάν πάνω του και μόνο στη σκέψη ότι μια μέρα θα την εγκατέλειπε εκείνος  για να παντρευτεί κάποιο καλό κορίτσι της ερχόταν να πηδήξει στα μαύρα νερά του Κερατίου από τη γέφυρα του Γαλατά. Η μόνη λύση που μπόρεσε να σκεφτεί η απελπισμένη  γυναίκα ήταν να του γίνει απαραίτητη, να είναι κολλημένη πάνω του, να πηγαίνει πάντα και παντού μαζί του, να τη συνηθίσει, να του γίνει απαραίτητη και να καταλήξει στο τέλος μόνος του στο συμπέρασμα ότι μόνο με αυτήν θα ήταν ευτυχισμένος και να την παντρευτεί.

Ο Χουσεΐν ήρθε πρώτος στην Ιστανμπούλ από το χωριό τους, το Görenes (Γκιόρενες) της επαρχίας Gaziantep (Γκαζίαντεπ) το 1938 και άνοιξε δικό του μαγαζί, ντενεκετζίδικο, σε ένα υπόγειο στην οδό Perşembe Pazarı (Περσεμπέ Παζαρί), που βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τον Πύργο του Γαλατά και όπου βέβαια -όπως δηλώνει και η ονομασία του δρόμου- γινόταν παλιότερα μεγάλο παζάρι κάθε Πέμπτη. Από έφηβος είχε μάθει την τέχνη δίπλα σε μάστορα στο  Γκαζίαντεπ και είχε γίνει και ο ίδιος τεχνίτης πολύ καλός. Δούλευε τον λευκοσίδηρο, τη λαμαρίνα δηλαδή, σα να δούλευε το ευκολότερο υλικό στον κόσμο. Στο τσάκα-τσάκα σχεδίαζε με το μέτρο και το διαβήτη πάνω στο ντενεκεδένιο φύλλο το σχήμα του σκεύους που ήθελε να φτιάξει, το έκοβε με το ειδικό ψαλίδι, το έβαζε στο αμόνι και το επεξεργαζόταν με το ξύλινο σφυρί, του έδινε το τελικό του σχήμα και ένωνε τα κομμάτια με καλάι. Και μετά αράδιαζε τα έργα του στα ξύλινα ράφια και τα καμάρωνε. Καλοφτιαγμένα όλα, αλλά  το μυστικό ήταν όχι μόνο να φαίνονται ωραία αλλά να είναι απολύτως πετυχημένα ως προς το χρηστικό  τους χαρακτήρα. Δεν ήταν καλλιτέχνης, ήταν ο άνθρωπος που θα έκανε με τα δημιουργήματά του εύκολη τη ζωή των άλλων. Ποτιστήρια, κουβάδες νερού κάθε μεγέθους, δοχεία αρμέγματος και γάλατος, λεκάνες, γούρνες, μετρητές λαδιού, μαγκάλια, πιάτα, κύπελα, μπρίκια, μασιές, χωνιά, μαστραπάδες, σουρωτήρια, λυχνάρια, φτιάρια, ντενεκέδες για φύλαξη τροφίμων, έβγαιναν από τα χέρια του σαν να ήταν φτιαγμένα όλα από πηλό. Δεν είχε παράπονο, καλά πήγαιναν οι δουλειές του, το κομπόδεμά του όλο και αυξανόταν.

Όταν μετά δυο χρόνια ήρθαν οι επόμενοι δύο της παρέας, ο Ρεσίτ και ο Ιλιάς, προσπάθησε να τους μάθει   την τέχνη του ντενεκετζή αλλά αποδείχτηκαν και οι δυο ανεπίδεκτοι μαθήσεως και βρήκαν δουλειά -με πολύ χειρότερες συνθήκες εργασίας – σε βυρσοδεψείο στο Kumkapı (Κούμκαπι) στη νότια παραθαλάσσια περιοχή της παλιάς πόλης.

Ο Ριζά ήταν ο τελευταίος που ήρθε. Αυτός δεν μπορούσε ούτε σε υπόγειο να κλειστεί, ούτε τις απαίσιες μυρωδιές του βυρσοδεψείου να αντέξει. Τυχερός στάθηκε, γιατί σύντομα μετά τον ερχομό του, βρήκε δουλειά ως κηπουρός στο Δήμο της Ιστανμπούλ. Πανευτυχής εργαζόταν στα δημόσια πάρκα και τις πλατείες αναπνέοντας καθαρό αέρα και χαζεύοντας τους ανθρώπους που κάναν βόλτες χαλαροί  ή περπατούσαν γρήγορα για να προφτάσουν αυτό που περίμενε τον καθένα. Οι πιο ωραίες στιγμές ήταν όταν συναντούσε μωρά σε καροτσάκια,  ό,τι και να έκανε εκείνη τη στιγμή το παρατούσε και έτρεχε να ρίξει μια ματιά στο μωρό. Κάτι είχαν τα μωρά που τον συγκινούσε ιδιαίτερα, δεν μπορούσε να το εξηγήσει κι ούτε είναι αλήθεια προσπάθησε να το καταλάβει, για αυτόν ήταν σαν αντανακλαστικό, η φατσούλα ενός μωρού γέμιζε την καρδιά του χαρά, και η χαρά με τη σειρά της γαλήνευε την ψυχή του.

Τη χρονιά που ήρθε στην Πόλη ο Ριζά, στις αρχές του 1943, το χωριό του είχε γίνει γνωστό σε όλη την Τουρκία. Το όνομά του γράφτηκε και ξαναγράφτηκε πολλές φορές στις εφημερίδες. Η είδηση που το αφορούσε ήταν πράγματι συγκλονιστική για πολλούς. Στις 12 Ιανουαρίου 1943 η Μεριέμ, νεαρή κάτοικος του χωριού ήρθε στην Πόλη και γύρισε δεκαπέντε μέρες μετά, στις 27 Ιανουαρίου, πίσω στο χωριό ως …Μεχμέτ. Στο νοσοκομείο Χασεκή έγινε η εγχείριση αλλαγής φύλου και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Η μετεγχειρητική κατάσταση του ασθενή που ως Μεριέμ κοιμήθηκε με τη νάρκωση και ως Μεχμέτ ξύπνησε δυο ώρες μετά, πήγε πολύ καλά. Το τηλεγράφημα που έλαβε  η Λεϊλά στο χωριό και που με τρεμάμενα χέρια από την αγωνία άνοιξε, τη γέμισε με χαρά «Ταμάμ, εντάξει, όλα. Ετοιμάσου για το γάμο». Ο γάμος αυτός, με τον οποίο ποθούσαν διακαώς οι δύο νέοι να ολοκληρώσουν τον έρωτά τους, και που δεν μπορούσε να τελεστεί όσο εκείνος θα ήταν ακόμα η Μεριέμ, τώρα ήταν εφικτός. Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και χάρη στο θάρρος κυρίως της Μεριέμ, να διορθώσει την —στην περίπτωσή της ατυχή—  επιλογή της φύσης και στο κουράγιο της να αψηφήσει το γεγονός ότι  το όνομά της συζητήθηκε για μήνες σε ολόκληρη την Τουρκία  και έμεινε για πάντα στη διάθεση όσων λατρεύουν να αναμοχλεύουν και να ζωντανεύουν παλιές ιστορίες, ο έρωτας σε αυτό το χωριό  της επαρχίας του Γκαζίαντεπ θριάμβευσε.

Η πόλη Γκαζίαντεπ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πήρε το όνομά της από το οθωμανικό Ayıntap που έγινε Antep και βρίσκεται στην θέση της παλιάς Σελευκιδικής πόλης του Ταύρου, Αντιόχεια. Είναι η μεγαλύτερη πόλη στην περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Ανατολίας, που κοιτάζει στη Δύση αλλά έχει γερές βάσεις στην Ανατολή. Την εποχή εκείνη, ήδη περίφημη για τον μπακλαβά της και τα πράσινα φιστίκια της, δεν ήξερε ότι πολλές δεκαετίες αργότερα θα γινόταν πασίγνωστη στο Πανελλήνιο λόγω μιας τηλεοπτικής  σειράς που υμνούσε τον έρωτα μεταξύ ενός Τούρκου και μιας Ελληνίδας. Έρωτας πολύ πιο πεζός όμως που σε τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το μεγαλείο του έρωτα της Μεριέμ – Μεχμέτ και της Λεϊλά που όχι μόνο τις προκαταλήψεις αλλά την ίδια τη  φύση κατάφεραν να τιθασεύσουν για να γευτούν τον έρωτά τους.

Ο Ριζά καλοπερνούσε με την Ντεσιμάν, του άρεσε που είχε δίπλα του κάποια που τον αγαπούσε και τον φρόντιζε τόσο πολύ. Συνήθισε πια την παρουσία της, το κορμί της, τα καθημερινά της χούγια. Ασφάλεια αισθανόταν μέσα σε αυτήν την ευχάριστη  ρουτίνα, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν άνθρωπος που επιδίωκε τις ανατροπές και τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή του. Ήταν από αυτούς που πάντα από την ίδια πλευρά του δρόμου θα περπατήσουν, την ίδια διαδρομή θα ακολουθήσουν και αν μπούνε σε λεωφορείο στην ίδια θέση στην πίσω πλευρά θα αναζητήσουν για να κάτσουν. Άρχισε λοιπόν να το σκέφτεται πιο σοβαρά πια το γάμο, αλλά όχι ένα γάμο γενικά και αόριστα με μια καλή κοπέλα, το γάμο με τη συγκεκριμένη κοπέλα, την Ντεσιμάν.  Όταν το είπε στους κολλητούς του, έπεσαν να τον φάνε. «Μα πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;» τον ρώτησαν, χωρίς όμως στην ουσία να τον ρωτάνε. Προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη, αλλά όσο εκείνοι επέμεναν να κακολογούν την Ντεσιμάν, τόσο κι αυτός πείσμωνε και δήλωνε ότι θα την παντρευτεί. Συσκέφθηκαν λοιπόν οι τρεις χωρίς αυτόν και αποφάσισαν ότι έπρεπε να σκηνοθετήσουν κάποια γεγονότα ώστε μόνος του να πεισθεί ότι η γυναίκα αυτή, η περπατημένη, δεν κάνει για οικογένεια. Έπρεπε να καταλάβει ο Ριζά ότι δεν μπορούσε  να της έχει εμπιστοσύνη, θα τον κεράτωνε αργά ή γρήγορα, φανερά ή κρυφά.

Όποτε μαζευόταν η παρέα πήγαινε πια και η Ντεσιμάν μαζί με τον Ριζά. Δεν τους ενοχλούσε, καθόταν ήσυχη σε μια γωνιά, μιλούσε μόνο όταν της απηύθυναν το λόγο και στο τέλος την ξεχνούσαν και σημασία καμία δεν της έδιναν. Μόνο κάποιες στιγμές, ένας έμπειρος παρατηρητής των ανθρώπινων ψυχών, θα μπορούσε να ανιχνεύσει στο βάθος του βλέμματος των τριών μοναχικών πάντα ανδρών, στρογγυλοκαθισμένες τη ζήλια και την πείνα τους για μια δική τους Ντεσιμάν. Το πόσο θα ήθελαν κι αυτοί να έχουν δίπλα τους μια γυναίκα ωραία και ερωτευμένη μαζί τους μπορεί να μην το παραδεχόντουσαν ποτέ, αλλά σίγουρα είχε περάσει από το μυαλό τους.

Το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1946, όταν ο Χουσεΐν κάλεσε την παρέα σπίτι του για φαγητό,  είχαν ήδη καταστρώσει  οι τρεις το σχέδιο εξουδετέρωσης της Ντεσιμάν από την καρδιά και το μυαλό του Ριζά. Θα τον έκαναν τον Ριζά να πιει περισσότερο από ό,τι συνήθως, ώστε να θυμώσει ευκολότερα με τα υποτιθέμενα καμώματα της Ντεσιμάν, ο Ρεσίτ θα προσποιόταν  κι αυτός τον μεθυσμένο και θα τη φλέρταρε όλο και πιο έντονα και μετά το ίδιο θα έκανε και ο Ιλιάς. Ο Ριζά θα κατηγορούσε την Ντεσιμάν για το θάρρος που έδινε στους άλλους δύο και στο τέλος θα καταλάβαινε ότι αυτή η γυναίκα δεν θα του ήταν ποτέ πιστή. Το σενάριο έτσι σχεδιάστηκε αλλά αλλιώς εξελίχθηκε. Ο Ριζά πράγματι πιο μεθυσμένος από άλλες φορές ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά των δύο φίλων του προς την Ντεσιμάν και άρχισε τρικούβερτος καυγάς. Αυτός να βρίζει τους φίλους του κι αυτοί να κατηγορούν την Ντεσιμάν ότι «τα ήθελε» και τους προκάλεσε με τη συμπεριφορά της. Στο τέλος ο Ριζά ζήτησε από τους τρεις να βγουν έξω στο δρόμο να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους. Η Ντεσιμάν ξαφνιασμένη και θυμωμένη με όσα είχε ακούσει αλλά και φοβισμένη από  την οργή και το σκοτεινό βλέμμα του Ριζά έμεινε στο σπίτι, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα από το παράθυρο. Δεν άκουγε καλά τα λόγια που αντάλλασσαν οι άντρες  μεταξύ τους, αλλά τους  πυροβολισμούς τους άκουσε πολύ καλά. Έξαλλος ο Ριζά έβγαλε το περίστροφο από το ζωνάρι του και πριν προλάβουν οι άλλοι να απομακρυνθούν ή να τον αφοπλίσουν πυροβόλησε από δύο φορές στο στήθος τον Χουσεΐν και τον Ρεσίτ. Ο Ιλιάς, αν και δεν είχε πυροβοληθεί,  βρέθηκε κι αυτός ξαπλωμένος στο δρόμο να οδύρεται για όλα όσα είχαν συμβεί, και να δηλώνει ουρλιάζοντας τη μεταμέλειά του για το επικίνδυνο σενάριο που είχαν σχεδιάσει μαζί με τους δύο νεκρούς  που κατέληξε σε αυτήν την φοβερή τραγωδία. Ο Ριζά πέταξε το περίστροφο στο δρόμο, κοίταξε προς το παράθυρο από όπου η Ντεσιμάν είχε παρακολουθήσει καρέ-καρέ όλο το φονικό και τώρα στεκόταν κοκαλωμένη, ακίνητη. Δεν μπόρεσε  να τη διακρίνει γιατί το φως της λάμπας του δρόμου τον τύφλωσε προς στιγμή. Κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου, έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια και καταράστηκε το ποτό και τον θυμό που με τον δικό τους τρόπο τον τύφλωσαν και τον έκαναν  φονιά  καταστρέφοντας όχι μόνο δυο ζωές αλλά πέντε.

* * *

13815018_10209111115830973_377790054_n

Εικόνα εξωφύλλου: Οδός Perşembe Pazarı

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο


Στο:Έγκλημα στην Πόλη Tagged: Κωνσταντινούπολη, Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου

from dimart http://ift.tt/2a5O9wB
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου