Έγκλημα στην Πόλη #24 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Ο Φεβρουάριος για την Πόλη ήταν πάντα ένας χειμωνιάτικος βαρύς μήνας. Χιόνια, βροχές και κρύο ήταν τα συνήθη καιρικά φαινόμενα. Αν εξαιρέσει κανείς ότι τα σχολεία είχαν τον Φεβρουάριο δυο εβδομάδες διακοπές, τίποτα άλλο δεν τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους χειμωνιάτικους μήνες. Όμως ο Φεβρουάριος του 1949, από την πρώτη του εβδομάδα εμφάνισε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: δύο περιστατικά απάτης κατεγράφησαν στα κιτάπια της αστυνομίας και κυριάρχησαν στις στήλες των εφημερίδων, με διαφορά μόλις οκτώ ημερών. Περιστατικά φαινομενικά διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά στην ουσία πανομοιότυπα, και που και στα δύο υπήρξαν άκαρδοι απατεώνες και πικραμένοι εξαπατημένοι. Βέβαια, όπως γράφει ο αρθρογράφος της εφημερίδας Απογευματινή με αφορμή κάποια παλιότερη υπόθεση απάτης, «η Πόλη, απέραντη μεγαλούπολη, έχει την ποικιλία πράξεων απάτης, όταν δε πωλούνται σε επαρχιώτας τραμ ή αποβάθρες των βαποριών, όπως συνέβη με την αποβάθρα του Καδήκιοϊ τότε τις υπόλοιπες χρηματικές απάτες δεν τις παίρνη κανείς κατάκαρδα».
Πού να ήξερε όμως ο εν λόγω αρθρογράφος λέγοντας αυτά πόσο υποτιμούσε τον πόνο της καρδιάς της Χαμιέτ και της Σεριφέ που εκείνον τον Φεβρουάριο του 1949 και στις 11 του μήνα ακριβώς, έσπασε η ευαίσθητη καρδούλα τους σε χίλια κομμάτια, μπορεί και παραπάνω. Μόλις 23 χρονών η Χαμιέτ και 27 η Σεριφέ, φίλες κολλητές, ένα είχαν στο μυαλό τους. Να βρουν έναν καλό γαμπρό να κάνουν οικογένεια και να ζήσουν, όχι το αμερικάνικο όνειρο, γιατί αυτό βρισκόταν πολύ μακριά ακόμα, αλλά το σύγχρονό τους τουρκικό όνειρο. Να έχουν το σπιτάκι τους, το σύζυγό τους να δουλεύει σε μια αξιοπρεπή δουλειά και να τρέφει την οικογένειά του, να κάνουν δυο-τρία παιδιά, κι αυτές βασίλισσες στο σπίτι τους να φροντίζουν για όλα, να έχουν και κάποιες λίγες καλές φίλες να τα λένε, να πίνουν τον καφέ τους, να βλέπουν στα κατακάθια του φλιτζανιού τα μελλούμενα πάντα ρόδινα και να περνάει ο καιρός και πίσω να μη γυρίζει.
Δημόσιοι υπάλληλοι οι πατεράδες και των δύο κοριτσιών. Άνετα μεγαλωμένες, να εργαστούν δεν χρειάστηκε ποτέ, μόνη τους ασχολία το κυνήγι του γαμπρού και όπου τις βγάλει. Και τις έβγαλε μια μέρα μπροστά στην είσοδο του κινηματογράφου Λαλέ όπου προβαλλόταν το «εξαιρετικό έγχρωμο έργο The Virginian, ο θρίαμβος του Ζόελ Μάκ Κρέα με τους Βαρβάρα Βρίττον και Βρίαν Δούλεβυ», σύμφωνα με τη σχετική διαφήμιση. Την ώρα που πλησίασαν στο ταμείο να βγάλουν εισιτήριο οι δύο φίλες, μπροστά τους στέκονταν δύο νέοι ένστολοι άντρες. Μόλις τις είδαν οι ευγενείς κύριοι παραχώρησαν τη σειρά τους και έτσι άρχισαν όλα. Το ένα φέρνει το άλλο και το άλλο φέρνει και το κάτι παραπάνω, έτσι όταν τελείωσε η ταινία η γνωριμία τους στο μυαλό των δύο νέων γυναικών είχε για τα καλά εδραιωθεί ως σχέση δια σοβαρόν σκοπόν.
Οι δύο λεβέντες αξιωματικοί του τουρκικού στρατού συμπεριφέρθηκαν άψογα στις δύο φίλες από την πρώτη μέρα γνωριμίας τους. Το μόνο πρόβλημα ήταν η ολιγοήμερη παραμονή τους στην Πόλη. Στην Καισάρεια υπηρετούσαν την μητέρα πατρίδα, έπρεπε να επιστρέψουν μετά από δέκα ημέρες. Όταν όμως θέλει η νύφη και ο γαμπρός, όλα τα μπορούν. Μέσα σε αυτές τις δέκα ημέρες έγιναν όλα. Συμφώνησαν και οι γονείς των κοριτσιών βέβαια χωρίς καμία αντίρρηση, τι αντίρρηση να έχουν που η τύχη έφερε στα πόδια των κοριτσιών τους δύο αξιωματικούς του ένδοξου τουρκικού στρατού;
Τα σχετικά του ταξιδιού ανέλαβαν, όπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο αξιωματικοί και μέλλοντες σύζυγοι των δύο ερωτευμένων γυναικών. Παρέλαβαν τις βαλίτσες και τα μπαούλα με τα προικιά και τα κοσμήματα και τα παρέδωσαν στο ταχυδρομείο νωρίτερα από τη μέρα αναχώρησης για να τα βρουν εκεί όταν φτάσουν οι μελλόνυμφες. Οι γάμοι θα γινόντουσαν στην Καισάρεια, στην έδρα τους, με όλους τους τύπους, όπως ταίριαζε σε γάμο αξιωματικού, ύστερα από δύο μήνες. Και χρήματα βέβαια πήρε ο καθένας αρκετά στο χέρι από τους περήφανους πεθερούς, διότι εάν ένας πολίτης της Τουρκικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να εμπιστευτεί έναν αξιωματικό του τουρκικού στρατού που αγωνίστηκε και εδραίωσε τη δημοκρατία αυτή, ποιον θα μπορούσε να εμπιστευτεί περισσότερο;
Ορίστηκε και η ημέρα αναχώρησης με το τρένο και όλα έβαιναν καλύτερα και από το σενάριο της πιο ρομαντικής ταινίας. Συγγενείς και φίλοι στο σταθμό και εν μέσω όλων απαστράπτουσες οι δύο φίλες περίμεναν τους ένστολους θεούς να έρθουν να επιβιβαστούν μαζί τους στο τρένο και να αρχίσει η καινούρια τους ζωή. Μα όχι μόνο ένστολος δεν φάνηκε, ούτε καν ένας κοινός κοινότατος άνθρωπος που να τους θυμίζει, έστω και λίγο, δεν εμφανίστηκε.
Το έψαξαν από εδώ το έψαξαν από εκεί οι δύο πατεράδες, άκρη δε βρήκαν. Ανύπαρκτα πρόσωπα, ανύπαρκτα ονόματα, ανύπαρκτοι στο στρατό οι δύο απατεώνες γαμπροί. Και ανύπαρκτα, όπως ήταν πια αναμενόμενο, και τα μπαούλα, και οι βαλίτσες και τα προικιά και τα κοσμήματα και τα λεφτά. Η αστυνομία σήκωσε ψηλά τα χέρια, κατέγραψε βέβαια ο αστυνομικός υπηρεσίας την καταγγελία, αν και ήξερε πολύ καλά ότι οι δύο μάγκες την είχαν για τα καλά γλιτώσει, αλλά η καταγραφή έπρεπε να γίνει, τι είδους ένστολος θα ήταν κι αυτός εάν δεν έκανε τη δουλειά του με απόλυτη τυπικότητα; Λόγω τυπικότητας επίσης δεν ρώτησε κανείς ποτέ τις δύο νεαρές γυναίκες εάν η τιμή τους είχε παραμείνει ακέραιη ή είχε παραδοθεί με πατριωτικό ρίγος στην έπαρση της ανδρικής σημαίας.
Μια εβδομάδα περίπου μετά και ενώ η Χαμιέτ και η Σεριφέ έκλαιγαν ακόμα απαρηγόρητες για το πάθημά τους, ο νεαρός Πλάτων, γιος του ιατρού Καρελίδη, είχε τα γενέθλιά του. Εικοσάρης πια, ενήλικος και με το νόμο, δικαιούταν να γιορτάσει όπως ήθελε ο ίδιος τα γενέθλιά του. Ο όλος κατανόηση πατέρας του, αφού του έδωσε 1.300 τουρκικές λίρες, ένα ποσόν ουδόλως ευκαταφρόνητο, τον παρότρυνε να βγει μόνος του ένα βράδυ και να διασκεδάσει με γυναίκες, να το ευχαριστηθεί με την καρδιά του και με τα λεφτά του βεβαίως βεβαίως.
Να ξεφαντώσει λοιπόν μόνος για πρώτη φορά αποφάσισε ο Πλάτων, πού αλλού θα πήγαινε; Στο Πέρα θα πήγαινε. Πού αλλού θα έβρισκε πρόθυμη να διασκεδάσει μαζί του γυναίκα; Στο Πέρα θα την έβρισκε. Και όχι μία αλλά δύο πρόθυμες να ξεφαντώσουν μαζί του γυναίκες βρήκε. Τη Μελέκ και τη Μελαχάτ. Μέλι έσταζαν τα χειλάκια τους, μελένιο και το χαμόγελό τους, μελένιο το μπούστο τους, τα πεταχτά τους τα οπίσθια, οι γεμάτες γάμπες τους, από μέλι φτιαγμένα όλα τους. Γλέντι ήθελαν τα κορίτσια, φαγητό, τραγούδι, χορό και άφθονο ποτό. Να γλεντήσουν θα τις πήγαινε λοιπόν κι αυτός, πού θα τις πήγαινε; Να δουν την ταινία Αμλέτος, το αριστούργημα του Σαίξπηρ, με τους Λώρενς Ολιβιέ και Ζαν Σίμονς, στον κινηματογράφο Αρ; Ή μήπως θα τις πήγαινε στο θέατρο Άτλας να ακούσουν βιεννέζικη οπερέτα; Όχι βέβαια, τα πάσης φύσης νυχτερινά κέντρα θα αναστέναζαν το βράδυ αυτό από τα γέλια και τις φωνές τους.
Από το Χεδιβιάλ Παλάς, το παλάτι των καλοφαγάδων και των γλεντζέδων, άρχισαν τη βραδιά τους. Ένα υπέροχο μενού με συνοδεία μικρής ορχήστρας και μετά ξεφάντωμα στην πίστα με μοντέρνους χορούς ήταν ό,τι καλύτερο για τη μικρή αλλά πολλά υποσχόμενη παρέα. Η Μελέκ και η Μελαχάτ δεν είχαν ξαναδοκιμάσει τόσα πολλά ευρωπαϊκά φαγητά, πάντως τα τίμησαν όπως ακριβώς ταίριαζε στην ονομασία τους. Λαυράκι αλά Παριζιέν, ασιέτ αγκλές με ζελέ, βολοβάν αλά Κονκόρδ, αρνάκι της Τσερέπας, τριπ αλά Βενετσιάνα, γκατό κοντές. Έρεε το κρασί στα ποτήρια και από εκεί στα στομάχια και η ελαφριά ζάλη τα έκανε όλα εντυπωσιακά και γοητευτικά.
Στη συνέχεια, θέαμα ζήτησαν τα κορίτσια, σε θέαμα τα πήγε και ο Πλάτων. Στο κέντρο Κριστάλ, στο Ταξίμ, βρέθηκαν να απολαμβάνουν το ακροβατικό συγκρότημα Τρίο Μέμφις, που πριν από λίγες μόνο ημέρες είχε έρθει στην Πόλη από την Αθήνα, και αμέσως μετά βυθίστηκαν για λίγο στην ατμόσφαιρα των χιλίων και μία νυχτών του αραβικού θιάσου, που ολοκλήρωνε το θέαμα.
Μόλις έφυγαν από εκεί, τη Ζωζώ Νταλμάς θέλησε ο Πλάτων να πάει να ακούσει, στα πιο μοντέρνα και κεφλίδικα τραγούδια της. Να τη θαυμάσει ντυμένη στις νέες της βραδινές τουαλέτες, τις οποίες άλλαζε σχεδόν μετά από κάθε τραγούδι, και να απολαύσει τον απαράμιλλο Έλληνα τενόρο Μπακέα στο δικό του ρεπερτόριο. Στο κομψό κέντρο Δημοκρατία στο Τεπέ Μπασί, βρέθηκε χωρίς να καταλάβει καλά καλά κανείς πώς, η παρέα. Εκεί πια, και με τη βοήθεια ίσως του αφρώδους οίνου, τα προσχήματα έπεσαν τελείως. Τα φιλιά, τα αγγίγματα, τα αγκαλιάσματα μεταξύ των τριών στήσανε το δικό τους ξεχωριστό γλέντι. Το χρήμα του μπαμπά Καρελίδη, σε αρκετή ακόμα ποσότητα στις τσέπες του υιού λες και ήταν μαγικό, όλα τα επέτρεπε, όλα τα πρόσφερε εν αφθονία.
Κόντευε να ξημερώσει όταν βρέθηκαν στο εστιατόριο Σεβίμ, στο Τεμπέ Μπασί, απέναντι στο Πέρα Παλάς, του Γεωργίου Πούρη και του συνεταίρου του Κάλεφ, ξακουστό για τον σκεμπέ που έφτιαχνε με τα καλύτερα υλικά. Τόσο καλό ήταν το φαγητό που πρόσφερε στους θαμώνες του το εστιατόριο Σεβίμ, που έστελνε κατά παραγγελία φαγητά κατ’ οίκον κι ας μην είχε ακόμα γίνει ψωμοτύρι στο στόμα των επόμενων γενεών το delivery. Αφού ήρθε και έφτιαξε το στομάχι του Πλάτωνας με έναν καλό σκεμπέ, μετά από τόσο ποτό, και του έφυγε λίγο και η ζαλάδα, και με παρότρυνση, γεγονός που πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως, της Μελέκ και της Μελαχάτ να πάνε κάπου πιο ήσυχα να ξεκουραστούν μέχρι η χειμωνιάτικη μουντή μέρα να μπει για τα καλά στη ζωή των κατοίκων της Πόλης, βρέθηκαν ξαπλωμένοι και οι τρεις στο φαρδύ κρεβάτι ενός δευτεροκλασάτου ξενοδοχείου σε μια πάροδο του Πέρα. Ο εικοσάρης χρειάστηκε να αγωνιστεί με τις δύο λέαινες σκληρά για αρκετή ώρα στην αρένα του κρεβατιού μέχρι να πέσει σε βαθύ ύπνο.
Όταν πια άνοιξε τα μάτια του ήταν μόνος και έρημος όπως έρημες και μόνες χωρίς χρήματα βρήκε και τις τσέπες του, όχι λίρα ούτε γρόσι δεν υπήρχε. Ούτε για να πληρώσει το ξενοδοχείο δεν είχε χρήματα. Σχεδόν 1.000 ολόκληρες λίρες πήραν μαζί τους οι δύο πεταλουδίτσες της νύχτας φεύγοντας. Ευτυχής όμως τον παρέλαβε ο γιατρός Καρελίδης και τον οδήγησε στο σπίτι τους, χαλάλι τα λεφτά, χαλάλι ότι πιάστηκε κορόιδο, στις 18 Φεβρουαρίου 1949, ο γιος του, το καμάρι του, έγινε επιτέλους άντρας με τα όλα του. Και την καταγγελία στην αστυνομία, επειδή ήθελε ο μικρός να αισθάνεται ότι κάτι έκανε από τη μεριά του για να μην νιώθει διπλά εξαπατημένος —διότι, αφού διπλά τα ήθελε όλα το προηγούμενο βράδυ, διπλά εξαπατημένος όντως ήταν— δέχτηκε ο αξιοσέβαστος ιατρός να την κάνουν. Καμία ελπίδα δεν είχε ότι θα έβρισκαν τις δύο μελένιες κούκλες. Εξάλλου, πολλές φορές ο ευαίσθητος πατέρας είχε σκεφθεί να σκηνοθετήσει ο ίδιος για το μονάκριβο αγόρι του μια τέτοια βραδιά σεξουαλικής ενηλικίωσης. Η ίδια η ζωή όμως τον πρόλαβε και έστειλε στο δρόμο του διαδόχου του τη Μελέκ και τη Μελαχάτ. Και αυτές έφεραν μια χαρά εις πέρας τη δουλειά, με το αζημίωτο βέβαια.
* * *
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη
from dimart http://ift.tt/1QqjcgN
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου