—του Γιώργου Τσακνιά—
Η χθεσινή ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης του Καναδά και η επιλογή του πρωθυπουργού Ζαστίν Τριντό να διορίσει 15 γυναίκες και 15 άντρες στο υπουργικό του συμβούλιο πυροδότησε τη συζήτηση περί «ποσόστωσης» και «αξιοκρατίας». Προφανώς το θέμα είναι όντως ποιος είναι ικανός και ποιος όχι για μια κυβερνητική ή για μια επαγγελματική θέση, ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος κ.ο.κ. Και εκεί είναι που αρχίζει να έχει ενδιαφέρον η συζήτηση· γιατί, κατά τη γνώμη μου, το δίπολο «ποσόστωση vs αξιοκρατία» είναι ψευδεπίγραφο, υποκριτικό και στην καλύτερη περίπτωση αφελές — στη χειρότερη εκ του πονηρού.
Ας πούμε ότι είμαστε μια παρέα 10 ατόμων: 5 άντρες και 5 γυναίκες. Πόσο πιθανό είναι να έχουμε 5 ικανούς άντρες και 5 άχρηστες γυναίκες; Μαθηματικά —πριν αξιολογήσουμε τα άτομα ένα ένα— δεν είναι το πιο πιθανό αλλά δεν είναι και αδιανόητο: μπορεί πράγματι να συμβεί. Και το αντίστροφο, βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε. (Βέβαια δεν έχω δει και πολλά υπουργικά συμβούλια ή πολλά Δ.Σ. πολυεθνικών με γυναικεία πλειοψηφία.) Εξίσου απίθανο είναι στα 10 άτομα οι ικανότητες να έχουν μοιραστεί με απόλυτη ακρίβεια μισές μισές.
Ας πάρουμε τώρα μια χώρα με πληθυσμό 35 εκατομμύρια (Καναδάς): 51,5% γυναίκες και 48,5% άντρες. Πόσο πιθανό είναι οι άντρες να είναι απόλυτα ή συντριπτικά ικανότεροι από τις γυναίκες; Για εμένα η απάντηση είναι προφανής και μονολεκτική. Δεν τη δίνω τώρα, θα επανέλθω αργότερα. Για όποιον κομπιάζει και ψάχνει πώς ακριβώς θα διατυπώσει μια περίπλοκη απάντηση, ίσως έχουν νόημα οι παρακάτω σκέψεις περί ποσόστωσης.
Το νόημα της ποσόστωσης είναι να επιβάλει (ναι, ναι, να επιβάλει) στη —συντηρητική και εξ ορισμού αναπαράγουσα τα στερεότυπα που την τρέφουν— κοινωνία τις βασικές αρχές που (πρέπει να) πηγαίνουν πακέτο με την αστική δημοκρατία, αρχές οι οποίες αφορούν ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα και α) επικαιροποιούνται και προσαρμόζονται στις εξελισσόμενες συνθήκες και β) δεν υπάγονται στην αρχή της πλειοψηφίας (ιδίως της σχετικής), αντίθετα βρίσκονται αξιωματικά στον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας.
Ενίοτε η ποσόστωση είναι εργαλείο που όχι απλώς επιβάλλει, αλλά επιβάλλει με καταστολή (άλλη μια λέξη-ταμπού). Ας πάρουμε ένα παράδειγμα σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα (που δεν αφορούν δηλαδή το φύλο), πάντοτε όμως στη λογική της επιβολής βασικών αρχών — ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εν προκειμένω: εάν στα πανεπιστήμια των νοτίων πολιτειών των ΗΠΑ δεν είχε επιβληθεί η ποσόστωση λευκών / μαύρων και αν δεν είχαν περιφρουρηθεί οι πρώτοι μαύροι φοιτητές τη δεκαετία του 1960 από αστυνομικούς (δηλαδή από μπάτσους), ακόμα δεν θα υπήρχαν σε αυτά τα πανεπιστήμια μαύροι φοιτητές. Και το «ακόμα» δεν είναι σχήμα λόγου.
Όξφορντ, Μισσισσιπή, 29 Σεπτεμβρίου 1962: Μετά από αγώνα οκτώ χρόνων να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο, ο Τζέιμς Μέρεντιθ προσέρχεται για να εγγραφεί, συνοδευόμενος από εισαγγελέα, από αξιωματούχο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και περιφρουρούμενος από δεκάδες αστυνομικούς, οι οποίοι έχουν αποκλείσει την περιοχή και συγκρούονται με την τοπική κοινωνία.
Η ποσόστωση δεν είναι ένα θέμα στο οποίο είναι κανείς γενικώς υπέρ ή κατά — εντάξει, ως λαός έχουμε μια έφεση σε αυτού του είδους την προσέγγιση, η οποία προσφέρεται και για καβγά στα social media. Όπως με όλα τα πράγματα, έτσι και η ποσόστωση καλό είναι να βλέπεις κάθε φορά πού, πώς, πότε και γιατί εφαρμόζεται. Είναι ένα εργαλείο: αλλού χρειάζεται και βοηθάει, αλλού είναι απλώς άχρηστο, αλλού μπορεί να κάνει και ζημιά αν χρησιμοποιηθεί.
Η ποσόστωση είναι ένα εργαλείο που λέει —για να επιστρέψουμε στο καραμπινάτο φυλετικό παράδειγμα— ότι δεν είναι δυνατόν οι μισοί κάτοικοι της Πολιτείας του Μισσισσιπή να είναι μαύροι αλλά οι φοιτητές στα πανεπιστήμιά της να είναι όλοι λευκοί. Η λογική πίσω από τη χρήση της ποσόστωσης εδώ λέει επίσης ότι ναι, μπορεί έτσι ένας μαύρος φοιτητής να πάρει τη θέση ενός λευκού που ενδεχομένως «άξιζε» να σπουδάσει, με την έννοια ότι θα έμπαινε στο πανεπιστήμιο με περισσότερα προσόντα, αλλά αυτά τα προσόντα ο μαύρος τα στερείται ακριβώς επειδή δεν μπορεί να σπουδάσει. Σε αυτό το πλαίσιο, η υποκριτική «αξιοκρατία» που απλώς συντηρεί ένα άδικο καθεστώς θυμίζει τον διάλογο του Ντόναλντ με τον ξάδερφό του Μόμπυ Ντακ, που ταξιδεύουν στην ανοιχτή θάλασσα και βλέπουν μια σημαδούρα με φως επάνω:
— Τι είναι αυτό το φως;
— Για να μην πέφτουν τα πλοία στη σημαδούρα.
— Και η σημαδούρα τι χρειάζεται;
— Για να στέκεται το φως επάνω της.
Βεβαίως είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα όταν συζητάμε για την ποσόστωση σε πιο περίπλοκα θέματα, με πολλές πτυχές και κατά περίπτωση διαφορές, όπως τα εργασιακά. Υπάρχουν π.χ. επαγγέλματα στα οποία άτομα του ενός ή του άλλου φύλου μπορεί να είναι καλύτερα και ικανότερα; Ναι. Το ερώτημα εδώ είναι γιατί είναι ικανότερα: είναι άλλο π.χ. ένα επάγγελμα να απαιτεί σωματική διάπλαση που αντικειμενικά είναι πιθανότερο να την έχει ένας άντρας παρά μία γυναίκα (υπάρχουν λίγα και, με την τεχνολογική εξέλιξη, διαρκώς λιγοστεύουν) και άλλο να αναπαράγεται απλώς η διάκριση φύλου σε ένα σωρό επαγγέλματα, ανατροφοδοτώντας τον εαυτό της με το αληθοφανές επιχείρημα «ε, τι να κάνουμε, δεν υπάρχουν αρκετές ικανές γυναίκες». Ναι, δεν υπάρχουν, κι ούτε θα υπάρξουν εις τον αιώνα τον άπαντα, όσο επιτρέπεται σε ένα κλειστό σύστημα να αναπαράγεται. Εκεί, η ποσόστωση παίζει αποφασιστικό ρυθμιστικό ρόλο: να αναγκάσει ολόκληρους επαγγελματικούς χώρους και την αντίστοιχη επαγγελματική εκπαίδευση να παραγάγουν και γυναίκες ικανές για το επάγγελμα (που ασφαλώς θα αμείβονται όσο και οι άντρες συνάδελφοί τους — ας αφήσουμε όμως το πονεμένο θέμα τις μισθολογικής διαφοράς ανδρών-γυναικών για άλλη συζήτηση).
Εδώ φαίνεται ότι η ποσόστωση δεν είναι γενικώς καλή ή γενικώς κακή. Πρόκειται για ένα δίλημμα: θέλει κανείς να αρχίσει να σπάει τον κύκλο της διάκρισης, με κίνδυνο όντως για κάποιο διάστημα γυναίκες λιγότερο ικανές (για λόφους ιστορικούς, βέβαια, όχι «φυσικούς») να πάρουν θέσεις από ικανούς άντρες ή προτιμά την «αξιοκρατία» ως απόλυτο —συγχρονικό και ανιστορικό— κριτήριο, με αποκλειστικό γνώμονα την αντικειμενική ανάγκη να στελεχώσει εδώ και τώρα έναν επαγγελματικό κλάδο με «αυτούς που, καλώς ή κακώς, είναι πιο κατάλληλοι για τη δουλειά;» Η επιλογή είναι απολύτως πολιτική και, κατά τη γνώμη μου, δεν εξαρτάται τόσο από αρχές όσο από τις συνθήκες. Και πάντως είναι άλλο να εξετάζεις την πρακτική εφαρμοσιμότητα της ποσόστωσης σε κάποιο πεδίο σε δεδομένες συνθήκες και άλλο να την απορρίπτεις κατ’ αρχήν ως δυνάμει αναξιοκρατική.
Η ποσόστωση μπορεί να μην εγγυάται την αξιοκρατία, είναι ωστόσο υποκριτική η άποψη ότι κατ’ αρχήν την αντιστρατεύεται· η ποσόστωση είναι ένα εργαλείο που υπό όρους βοηθάει να διαμορφωθεί το πλαίσιο στο οποίο είναι δυνατόν να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν κανόνες πραγματικής αξιοκρατίας.
Προσωπικά φρίττω ούτως ή άλλως όταν ακούω για «αξιοκρατία» ως πολιτικό αίτημα ή στόχο. Μπορεί να με πείσει να συζητήσω μόνον όποιος προτείνει τρόπους ώστε να είναι δυνατόν να κρίνεται κάθε φορά ποιος είναι άξιος και ποιος όχι. Γιατί τα διάφορα «εμείς θα σταματήσουμε τα ρουσφέτια και θα επιβάλουμε την αξιοκρατία» δεν λένε τίποτα απολύτως από μόνα τους — αντιθέτως, είναι ιστορικά η αγαπημένη καραμέλα του φασισμού κατά την αποδόμηση της δημοκρατίας με τη ρητορική περί «πουλημένων πολιτικών». Οπότε ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω «αξιοκρατία» γενικώς και αορίστως, διότι μου βρωμάει.
Η συζήτηση λοιπόν είναι όχι απλώς θεμιτή αλλά αναγκαία και, κατά τη γνώμη μου, οι μονολεκτικές απαντήσεις υπέρ ή κατά της ποσόστωσης είναι, όπως συνήθως, επιεικώς υπεραπλουστευτικές. Για να επιστρέψουμε στην αφορμή αυτού του σημειώματος: ο Τριντό, ο συμπαθής νέος πρωθυπουργός του Καναδά, θα κριθεί όπως όλοι οι πολιτικοί από το έργο του. Το ίδιο προφανώς και η κυβέρνησή του. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι η κυβέρνηση Τριντό θα είναι καλή (ή κακή) επειδή αποτελείται κατά 50% από γυναίκες. Σε άλλο συμβάλλει η επιλογή του αυτή — σε αυτό που υπονοεί η αρχική υπόθεση εργασίας: πόσο πιθανό είναι, σε μια χώρα 35 εκατομμυρίων, οι άντρες να είναι συντριπτικά ικανότεροι να κυβερνήσουν από ό,τι οι γυναίκες; Η λογική απάντηση πιστεύω πως είναι: Καθόλου. Είναι εντελώς απίθανο. Και ο Τριντό —ο οποίος, να θυμίσουμε, δεν εφάρμοσε κανένα νόμο ή παράδοση περί ποσόστωσης, από μόνος του αποφάσισε οι υπουργοί του να είναι κατά το ήμισυ άντρες και κατά το ήμισυ γυναίκες— έδωσε το παράδειγμα και ανέβασε τον πήχυ. Δεν έφερε βέβαια την απόλυτη ισότητα των φύλων, δεν έκανε εν μια νυκτί παράδεισο δικαιωμάτων τη χώρα του· απλώς, η υπόθεση της υποκριτικής «αξιοκρατίας από άντρες για άντρες» υπέστη ένα μικρό συμβολικό πλήγμα στον Καναδά. Κάτι είναι.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: αξιοκρατικά επιλεγμένο ΔΣ μεγάλης εταιρίας λιπασμάτων, 1960
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ελευθερία λόγου / δικαιώματα
from dimart http://ift.tt/1HtfqAn
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου