—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Στις αρχές των 80ς, ο Νίκος Πορτοκάλογλου και οι «Φατμέ» είχαν εντοπίσει ήδη τον ανώνυμο θεατή που παρατηρούσε σιωπηλός την Αθήνα «πίσω από τις γρίλιες»: κι οι πλατείες μας βουλιάζουνε στη βία/ οι έμποροι, οι δάσκαλοι κι οι ληστές / μας πουλάνε νοσταλγία / και ενέσεις απ’ το χτες […] Εσύ πίσω από τις γρίλιες/ βλέπεις μόνο τις σκιές».
Όσοι γνωρίσαμε τα Εξάρχεια της δεκαετίας του ’80, ξέρουμε πως οι στίχοι αυτοί αποτελούσαν ήδη από τότε ένα εύστοχο σχόλιο για τη ρετρό-αντίσταση της νοσταλγικής φυγής στο παρελθόν, που επικρατούσε στο μικρό «γαλατικό χωριό» της Αθήνας. Οι «ενέσεις από το χτες» (από τη μία η εθνική ρητορεία του σχολείου, από την άλλη η πρέζα των εμπόρων) περίσσευαν και ντόπαραν αποτελεσματικά το εξεγερσιακό φρόνημα μιας νεολαίας, που νόμιζε πως τα κοινωνικά προβλήματα θα λυθούν με την τελετουργική βία. Κανείς δεν είχε φανταστεί τότε πως, στις επόμενες δεκαετίες, τα Εξάρχεια θα γίνονταν μια διακεκαυμένη ζώνη μόνιμης ανομίας, που θα δοκίμαζαν καθημερινά τα όρια μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας του πολίτη.
Θυμήθηκα ξανά τους στίχους του Πορτοκάλογλου, καθώς διάβαζα την ανακοίνωση που έβγαλε το «Μέτωπο Απελευθέρωσης Ζώων (ALF) -Αντισπισιστικός Πυρήνας Σφυροφόρων Καταδρομέων», αφού πρώτα έσπασε την τζαμαρία γνωστού κρεοπωλείου στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια : «Η πράξη μας αυτή είναι μία μικρή ανταπόδοση στη βία στην οποία συμμετέχει έμπρακτα κάθε κρεοπώλης. Ποσώς μας ενδιαφέρει αν ο ιδιοκτήτης είναι μικρός ή μεγάλος επιχειρηματίας ή αν «ζει από αυτό» εφόσον οι επιλογές του βασίζονται στην αντικειμενοποίηση και την εκμετάλλευση άλλων αισθανόμενων όντων. Το ίδιο μίσος τρέφουμε και για όσους επιλέγουν να εργαστούν σε τέτοιους χώρους με τη γελοία δικαιολογία «δεν είχα άλλη επιλογή». Ας θυμηθούμε ότι στην εποχή τους εργάτες θεωρούνταν και όσοι στελέχωναν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Κάπως έτσι διανύθηκε γρήγορα η απόσταση από την Καλλιδρομίου στο Άουσβιτς και από τον δουλειά του εργάτη του μεροκάματου στην τιμωρία για την αλυσίδα της μισθωτής εργασίας. Εδώ και χρόνια, άλλωστε, οι τοίχοι των Εξαρχείων είχαν γεμίσει με ποικίλα συνθήματα που προειδοποιούσαν τους κατοίκους πως «ψητούς-ψητούς θα φάμε τους αστούς και τους γραφειοκράτες στο φούρνο με πατάτες». Φαντάζομαι πως, σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι συμπαθείς κρεοπώλες της περιοχής χρεώνονται πλέον και τη «γραφειοκρατική» βία του ψιλοκομμένου κιμά που τροφοδοτεί τον αστικό επιούσιο ενός μάλλον «αντικειμενοποιημένου» διαιτολογίου.
Την ίδια μέρα ο περίφημος Ρουβίκωνας εισέβαλε σε γραφείο γιατρού του «Ευαγγελισμού» τον οποίο κατηγόρησε ότι παίρνει φακελάκια από ασθενείς. Και στο αστυνομικό τμήμα Πεύκης, έγινε καταδρομική επιχείρηση κουκουλοφόρων με μολότοφ. Η βία στο κέντρο της πόλης αλλά και στα προάστια έχει γίνει πια ρουτίνα. Συνοδευμένη συνήθως από διάφορες «κοινωνιολογικές» αναλύσεις για τα τη «χαμένη γενιά» της κρίσης, η βία έχει βρει ένα μόνιμο πολιτικό άλλοθι ανοχής και άκριτου φιλονεϊσμού∙ είναι το ίδιο άλλοθι που επιτρέπει στους επαγγελματίες «μπαχαλάκηδες» να καίνε διαρκώς τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη, μόνο και μόνο επειδή μπορούν μετά ανενόχλητοι να μπαίνουν στο άβατο των Εξαρχείων. Από τη Χαριλάου Τρικούπη μέχρι την Καλλιδρομίου, και από το ΠΑΣΟΚ μέχρι το κρεοπωλείο, ο επαναστατικός δρόμος έχει ήδη οδηγήσει τα τάγματα εφόδου από τα σκοτεινά στενά της γειτονιάς στα φωτεινά μονοπάτια της εκδίκησης. Το μίσος έχει κερδίσει έδαφος στους δρόμους και στις πλατείες που «βουλιάζουνε στη βία», ενώ όλοι μας παρατηρούμε το φαινόμενο «πίσω από τις γρίλιες».
Το να νιώθει κανείς Ρομπέν των Δασών, μοναχικός τιμωρός ή επαναστάτης σταυροφόρος για τη σωτηρία του κόσμου ή των ζώων είναι μια «παιδική ασθένεια» που έχει μακρά ιστορία μέσα στη γενεαλογία του αριστερίστικου ακτιβισμού. Δεν έχει κανένα νόημα να τη συζητήσουμε σοβαρά γιατί ευτυχώς ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν βασίστηκε πάνω σε αυτή την σωτηριολογική αντίληψη της δογματικής καθαρότητας για το πώς και προς τα πού «πρέπει» να βαδίσει η ιστορία. Είναι σαφές όμως, εδώ και καιρό, πως για όσους ζουν στο κέντρο της Αθήνας ή στα προάστια δεν είναι πια αρκετή μια καταδίκη της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Το δικαίωμα της ασφάλειας των πολιτών δεν είναι απλώς μια νομική υποχρέωση του Κράτους αλλά συστατικό στοιχείο της ίδιας της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό και «η ιδέα ότι ο πολίτης έχει σαφές δικαίωμα να απαιτήσει από το Κράτος μέτρα για την ασφάλεια και την απρόσκοπτη απόλαυση των δικαιωμάτων του» έχει αρχίσει να εμπεδώνεται στην ίδια την «κοινωνία των πολιτών» αλλά και στη συνείδηση του νομοθέτη. Η απαίτηση των σχετικών αποζημιώσεων θα ήταν ίσως ένα πρώτο βήμα που θα έδειχνε πως το άβατο των Εξαρχείων μπορεί επιτέλους να σπάσει.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
Στο:Ανώμαλα ρήματα Tagged: Γιάννης Παπαθεοδώρου, Εξάρχεια, Νίκος Πορτοκάλογλου, Φατμέ
from dimart http://ift.tt/2iKV316
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου