Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!
Το παραμύθι με τα χρώματα
Αλέξης Κυριτσόπουλος
Εκδόσεις Κέδρος, 1976
Η Νίκη στη Μαρία:
Επιστρέφω στο σπίτι που μεγάλωσα και μαζί επιστρέφω σε αυτό το βιβλίο. Ήταν μια φορά και έναν καιρό μια πόλη γεμάτη χρώματα, αφού εκεί πήγαινε το ουράνιο τόξο και έδιωχνε τη συννεφιά. Όμως οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόσεχαν το ουράνιο τόξο και αυτό αποφάσισε να φύγει παίρνοντας μαζί του όλα τα χρώματα και αφήνοντας την πόλη σαν ασπρόμαυρη φωτοτυπία. Ξαφνικά όλοι είναι στεναχωρημένοι – μα πιο πολύ τρεις φίλοι, που παίρνοντας μαζί τους τη μικρή Ζωή, αποφασίζουν να το φέρουν πίσω. Ταξιδεύουν μέσα στις ασπρόμαυρες φωτοτυπίες για να το βρουν. Τις γκρι σελίδες φωτίζουν ξαφνικά τα κόκκινα μάγουλα της Ζωής. Πάνω στο σώμα της επιστρέφουν σιγά-σιγά τα χρώματα και οι φίλοι πείθουν το ουράνιο τόξο να επιστρέψει. Η ιστορία είναι τόσο εξαιρετικά απλή. Τα χρώματα φεύγουν και έρχονται. Και αυτό το βιβλίο μέσα σε αυτή τη φοβερή απλότητά του είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου. Ο τρόπος που είναι γραμμένο και εικονογραφημένο: κολάζ, κείμενο στο χέρι, κομματάκια χαρτιού, μαρκαδόροι και ξυλομπογιές, η άκρη από μια σπιράλ σελίδα, η συνύπαρξη μεγάλων σχημάτων και λεπτομέρειας – αυτή η τόσο αβίαστη και τόσο καταπληκτική εικονογράφηση είναι ο τρόπος που εικονογραφώ ό,τι σχετικό χρειάζεται να φτιάξω. Είναι τα μικρά βιβλία που φτιάχνουν τα παιδιά με τις απλές ιστορίες και τις ολοδικές τους εικόνες. Είναι η αξιοποίηση της πίσω όψης της απόδειξης, το μολύβι που ξύνεις μέχρι να είναι μόνο μια μύτη, τα αυτοκόλλητα στο περιθώριο των τετραδίων, ο κόσμος απλωμένος σε μια παλιά εφημερίδα. Είναι η καταπληκτική κίνηση της εξόδου των χρωμάτων: αυτός ο σταδιακός αποχρωματισμός του αυτοκινήτου, το κύμα από χρωματιστά σχήματα που αφήνει την πόλη. Είναι το τεράστιο «όμως» που πιάνει μια σελίδα και με κάνει να χαμογελάω γιατί είναι εκείνο το «αλλά» που ξεπροβάλλει αναντίρρητα και διαρκώς στις ζωές και τις ιστορίες μας. Είναι λίγο σαν Λιλιπούπολη.
Η Μαρία στη Νίκη:
(Χαμο)γελάω πολύ με όλο αυτό. Είμαστε σαν δυο άνθρωποι που φτάνουν από διαφορετικές κατευθύνσεις στο ίδιο σημείο, και σε αυτό το σημείο τις περιμένει στρωμένο τραπέζι με φαγητό και κρασί. Λοιπόν, εβίβα. Όταν μου είπες για το «Παραμύθι» του Κυριτσόπουλου, λέω «αυτό κάπου το ξέρω» αλλά δεν μπορούσα και να το θυμηθώ. Όταν όμως μου το έδωσες, και πριν ακόμα διαβάσω το κείμενό σου, το θυμήθηκα από την πρώτη σελίδα. Δεν το διάβασα βέβαια το 1976 που πρωτο-κυκλοφόρησε και που εσύ δεν είχες γεννηθεί. Αλλά δεν το διάβασα ούτε και πολύ αργότερα, όταν, εικάζω, το διάβασες εσύ, κάποια στιγμή στο τέλος της δεκαετίας του 90 ή λίγο μετά. Ωπ, ναι, μπορεί κάπου εκεί να συναντηθήκαμε, στο «λίγο μετά». Όταν ξανάρχισα να διαβάζω παιδικά, επειδή έγινα μαμά. Και ήρθε στα χέρια μου αυτός ο Κυριτσόπουλος. Είναι όλα όπως τα λες. Εγώ «κόλλησα» ξανά και ξανά με εκείνη την εικόνα που το ουράνιο τόξο κάθεται και κλαίει. Δηλαδή έχει φύγει από τον ουρανό όπου είναι κανονικά η θέση του. Μια πολύχρωμη γραμμή, καθισμένη σε μια καρέκλα σχεδιασμένη με μολύβι, εκφράζει με τις καμπύλες της όλο τον πόνο, όλη την πίκρα και την απογοήτευση. Αυτό το κύρτωμα και τα απλωμένα πόδια. Όλη η αποτυχία αυτού του κόσμου που καταδικάζει την πολύχρωμη γραμμή στην εξορία και ταυτόχρονα αυτό-καταδικάζεται. Σαν μια πολύ εύγλωττη φιγούρα του Τζακομέτι- για παιδιά. Σχεδόν περιττεύει το κείμενο. Στ’ αλήθεια, νομίζω ότι αν από όλο το κείμενο κρατούσαμε 4-5 λέξεις, όπως αυτό το απίστευτο εικαστικό «όμως» που επισημαίνεις, και αφήναμε τις εικόνες να αφηγηθούν, πώς θα σου φαινόταν; Εγώ νομίζω ότι και με ακόμη λιγότερο κείμενο γίνεται. Και, ναι, μπορούμε να θεωρήσουμε το βιβλίο αυτό κάτι σαν επανεκκίνηση της ιδέας του παραμυθιού στον σύγχρονο κόσμο. Και, ναι, πολύ σωστά, βγαίνει από το ίδιο καλούπι, όπως η Λιλιπούπολη. Ψάχνοντας μάλιστα στο διαδίκτυο έπεσα πάνω σε αυτή την ωραία δημοσίευση, από την οποία πληροφορούμαστε, με τα λόγια του ίδιου του Κυριτσόπουλου, ότι ήταν και το πρώτο του παιδικό βιβλίο! «Ήμουν γύρω στα τριάντα κι ήθελα να κάνω ένα παιδικό βιβλίο· πήγα στον Κέδρο και συνάντησα τη Νανά, τη Νανά Καλιανέση. Τη ρώτησα αν θα έβγαζε το παιδικό βιβλίο που ετοιμάζω. Η Νανά δεν με ήξερε, αλλά με γνώριζε η Ζωρζ Σαρή από τη δουλειά με τον Σαββόπουλο και της έδωσε μια σκουντιά και η Νανά είπε το ναι. Ήταν Άνοιξη. Ρώτησα τον διευθυντή Λάμπη Ράππα πότε να το φέρω και μου είπε τέλη Αυγούστου… κι άρχισα να δουλεύω.» Άνοιξη και τώρα. Σ’ ευχαριστώ που μου το θύμησες. Να το κρατήσω λίγες μέρες κοντά μου;
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο
from dimart https://dimartblog.com/2023/04/25/fairy-tale-with-colours/
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου