Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Διαλέξαμε τη νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας

bride

Αυτό δεν είναι τραγούδι #820
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Η όμορφη γυναίκα πεθαίνει δυο φορές.
Pierre Claude Victor Boiste

«Μάντεψε με ποιαν έπεσα μούρη με μούρη στο κέντρο προχθές».

Είναι η Νάντια στο τηλέφωνο, συμμαθήτρια από το λύκειο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσεις μαζί της και να μην πει κάποια στιγμή: «μάντεψε μπούρου-μπούρου». Μου φαίνεται ότι γι’ αυτό ακριβώς με θυμάται και μου τηλεφωνεί. Ανέκαθεν ήταν μαμούνι – όλο γυρνούσε δεξιά-αριστερά και μάζευε πληροφορίες. Πάντως, τα τηλεφωνήματά της μου είναι ευχάριστα· η Νάντια είναι η βασική μου πηγή πληροφοριών για τον εσμό γνωστών, εχθρών και φίλων, από τα τέλη της επάρατης δεκαετίας του ’80. (Να σημειωθεί στα πρακτικά ότι τα 80s δικαιούμαστε να τα θάβουμε μόνο όσοι ήμασταν έφηβοι τότε· οι υπόλοιποι να κοιτάτε τα χάλια σας!) Αν δεν ήταν η Νάντια, θα είχα χάσει τα ίχνη τους. (Όχι ότι τώρα που έχω τα ίχνη τους, τα ακολουθώ: με τους περισσότερους είμαστε σε φάση «από μακριά κι αγαπημένοι».)

«Να το πάρει το ποτάμι. Με ποιαν;»

«Με τη Φροσάρα! Τη θυμάσαι; Την αδερφή της Στάσας;»

Αν τη θυμάμαι λέει! Η Στάσα ήταν η διπλανή μου σε όλο το λύκειο, τρία ολόκληρα χρόνια. Η κολλητή μου στο σχολείο. Εξαιρετική περίπτωση ανατρεπόμενου χωρίς αμορτισέρ, αλλά με μηχανή θηρίο. Διάβαζε μόνο ό,τι την ενδιέφερε. Το απολυτήριό της είχε μόνο 20άρια και 10άρια. Δεν έδινε δεκάρα για τις συμβάσεις. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά όταν το έκανε ήξερε τι έλεγε. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Λονδίνο. Ακολούθησαν δύο μεταπτυχιακά, ένα εκ των οποίων στη φιλοσοφία. Μετά τις σπουδές, έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, ούτε για διακοπές δεν έρχεται. Τώρα ζει στο Εδιμβούργο, με οικογένεια και δικό της τεχνικό γραφείο. Έχουμε διατηρήσει μιαν αραιή, αλλά εγκάρδια επαφή, με μηνύματα κυρίως. Δεν έχει σημασία η συχνότητα των επαφών: τη θεωρώ φίλη με το φ κεφαλαίο.

Η αδερφή της, η Έφη («Φροσάρα» για τους εχθρούς της) ήταν περιπτωσάρα. Κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερή μας και μονίμως στα μαχαίρια με τη Στάσα. Παντελώς ασύμβατες μεταξύ τους. Τότε είχα βγάλει το συμπέρασμα ότι η Στάσα επεδίωκε να γίνει το ακριβώς αντίθετο της Έφης, πράγμα εύκολο έτσι κι αλλιώς. Η Έφη: πανέμορφη – και, δυστυχώς, το ήξερε. Και ψηλή, πάνω από ένα ογδόντα. Έξυπνη, αναμφίβολα· μόνο που το μυαλό της τσαλαβουτούσε μονίμως στα ρηχά. Σαν χαρακτήρας ήταν στρίτζω, δυσάρεστη, bitch (αν και όχι με τους άντρες που την ενδιέφεραν). Στον αντίποδα, η Στάσα: νόστιμη – αν και έδειχνε να το αγνοεί. Επίσης, σχετικά κοντή (αλλά σε σύγκριση με την άλλη, την αλόγα, στούμπος). Έξυπνη δεν θα πει τίποτα: σαϊτοδέλφινο! Και φυσικό ταλέντο στο σχέδιο. Σαν χαρακτήρας ήταν μεν ιδιόρρυθμη (χωρίς να είναι γραφική), αλλά ευχάριστη στην παρέα (όταν ήθελε). Για ανθρώπους που μοιράζονταν τα ίδια γονίδια και είχαν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον, η Έφη και η Στάσα ήταν περιπτώσεις για κλινική ανάλυση επί των αντιθέσεων. Πάντως, όλοι ξέρουμε αδέρφια που δεν μοιάζουν μεταξύ τους στο παραμικρό: συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.

Η οικογένεια ήταν καλή. Και οι δύο γονείς οδοντίατροι, πολλά τα λεφτά. Δούλευαν όλη μέρα, οπότε τα κορίτσια μεγάλωσαν λίγο-πολύ στον αυτόματο πιλότο. Η Έφη τέλειωσε το λύκειο και πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια ψωνίζοντας ρούχα και δοκιμάζοντας υποψήφιους συζύγους. Ένας ήταν ο σκοπός της ζωής της: να καλοπαντρευτεί και να ταλαιπωρεί για πάντα (δηλαδή, για όσο) άντρα, παιδιά και δύο (το λιγότερο) σόγια. Απολύτως κενό περιεχομένου το άτομο. Και δεν το έκρυβε· αντιθέτως το πλάσαρε ως προσόν. Δέκα λεπτά να σου μίλαγε και της είχες κάνει ακτινογραφία (αν δεν είχες στο μεταξύ αποκοιμηθεί από βαρεμάρα). Αλλά, είπαμε: ήταν όμορφη· πολύ όμορφη. Οι άντρες έπαιρναν αριθμό προτεραιότητας για να την αποθεώσουν. Γνωστή η πάθηση: οι άντρες είναι που είναι· αν τους κάτσει και καμιά Έφη, απογίνονται. Άλλο που δεν ήθελε η ερίφισσα: είχε γίνει μετρ στο άθλημα. Και, περιττό να ειπωθεί, είχε σηκώσει τη μύτη τέσσερα πατώματα, λες και ήταν κατόρθωμα ο τυχαίος (αν και εξαιρετικά επιτυχής, κατά γενική ομολογία) συνδυασμός κάποιων γονιδίων με φάρδος απροσμέτρητο. Από την άλλη μεριά, η Στάσα είχε επίσης έναν σκοπό στη ζωή: να γίνει αρχιτεκτόνισσα – τον οποίο και πέτυχε. Α, και έναν δεύτερο, άρρητο: να μη γίνει Φροσάρα. Αποτέλεσμα; Οι δύο αδερφές μισιούνταν θανάσιμα από τη μέρα που γεννήθηκε η μικρή.

Εγώ τα είχα βρει με τη Στάσα μια χαρά. Διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά αλληλοσυμπληρωνόμασταν ιδανικά. Με την Έφη προσωπικά δεν είχα πρόβλημα, ούτε όμως και πολλά πάρε δώσε. Δεν έφταιγε μόνο η διαφορά ηλικίας (δέκα χρόνια σε αυτές τις ηλικίες είναι όσο από τον Μεσαίωνα μέχρι τον Διαφωτισμό)· μου ήταν αντιπαθής, τελεία. Ειδικά εκείνο το βλέμμα της το αρπακτικό. Μπρρρ! Αν τη γνώριζε ο Ουγκώ, σε κείνην θα έλεγε το γνωστό: «Δεν είστε όμορφη, είστε κάτι χειρότερο». Εντούτοις, μου φερόταν ευγενικά, δεν μπορώ να πω. Καμιά φορά, μάλιστα, όταν μ’ έβρισκε μπόσικη, μου έλεγε να μιλήσω στη Στάσα, να την πείσω να σουλουπωθεί. Γιατί η Στάσα επέλεγε τα ρούχα της με ένα και μόνο κριτήριο: να μην ξεχωρίζουν. Ακολουθούσε τη λεγόμενη «μόδα της κερκίδας»: ένα με το τσιμέντο. Κι έκοβε τα μαλλιά της κοντά, αλά γκαρσόν. (Στη δεκαετία μας, αν δεν ήσουν η Όντρεϊ Χέπμπορν – και κάνα δυο άλλες σεσημασμένες– , δεν είχες δικαίωμα να κυκλοφορείς κουρούπα.) Έβλεπε η Έφη εμένα που, εντάξει, ήμουν τυπικό παιδί των 80s (δεν είχα μαλλί Φάρα Φόσετ, αλλά τις βάτες μου τις φόρεσα, η αλήθεια να λέγεται) και σκεφτόταν ότι ίσως θα μπορούσα να ψήσω τη μικρή να γίνει άνθρωπος. Λάθος πόρτα χτυπούσε: εμένα η Στάσα μού άρεσε όπως ήταν, ακριβώς επειδή διέφερε. «Έχει τύπο», την υπερασπιζόμουν στην Έφη. «Τύπο έχει, τύπους δεν πρόκειται να έχει στον αιώνα τον άπαντα», απαντούσε η φαρμακόγλωσσα.

***

Επιστρέφω στη Νάντια γιατί την έχω τόση ώρα να ξεροσταλιάζει στο τηλέφωνο:

«Αστειεύεσαι; Και βέβαια τη θυμάμαι! Λοιπόν;»

«Δεν φαντάζεσαι! Τρόμαξα να τη γνωρίσω. Έχεις δει φωτογραφίες από αποτυχημένες πλαστικές; Αυτή ήταν το μοντέλο!»

«Ρε τη Φροσάρα! Και ήταν κούκλα μικρή. Ίδια η Λάσκαρη».

« Ε λοιπόν, ακόμα ίδια η Λάσκαρη είναι! Την ακολουθεί κατά βήμα».

«Σώπα, ρε συ! Πλαστικές από τώρα;»

«Γιατί, πόσο είναι; Δεν μας ρίχνει καμιά ντουζίνα χρόνια; Θα κοντεύει τα εξήντα!»

«Σωστό κι αυτό… Και πώς μοιάζει, δηλαδή;»

«Τι να σου πω, ρε παιδί μου; Σα να διαλύσανε το πρόσωπό της, να το κάνανε παζλ, να έχασαν μετά κάποια κομμάτια και να τα συμπλήρωσαν από άλλο, άσχετο. Κι όπου δεν ταίριαζε το μέγεθος, να έπαιρναν τις γωνίες με γυαλόχαρτο!»

«Ωραία εικών, πανόραμα. Σαν τρέιλερ από ταινία τού Ρομέρο… Και τι σου είπε;»

«Ήτανε, λέει, σκασμένη, γιατί είπε κι αυτή να κάνει μια φορά μπότοξ κι αντέδρασε ο οργανισμός της. Αλλά θα επανέλθει, έτσι μου είπε».

«Μα τι βλαμμένη!»

Αφού τη θάψαμε όμορφα κι ωραία, περάσαμε σε άλλα θέματα. Όταν επιτέλους έμαθα τα νέα του σύμπαντος κόσμου, κλείσαμε. Εγώ όμως είχα κολλήσει στο ζόμπι, τη Φροσάρα. Ειδικά στα σκηνικά που παίχτηκαν στον διαβόητο γάμο της.

***

Το καλοκαίρι του ’89, με το που τελειώσαμε με τις Πανελλαδικές, είχαμε γάμο. Η Έφη παντρευόταν με δόξα και τιμή τον εκλεκτό της (τον ταλαίπωρο). Ο γάμος θα γινόταν στο Νησί, παραδοσιακά μεν, με την γκλαμουριά των 80s δε – σαν βιντεοταινία της εποχής, αλλά σε ασπρόμαυρη τηλεόραση. Αρχικά δεν ήμουν καν καλεσμένη, αλλά έπεσα θύμα εκβιασμού. Είχαμε κανονίσει με τη Στάσα μετά τις εξετάσεις να πάμε μια βδομάδα στους Παξούς – διακοπές μόνες μας για πρώτη φορά. Για να δεχτεί όμως η μάνα της Στάσας να την αφήσει να έρθει μαζί μου έβαλε έναν όρο: να πήγαινα λίγες μέρες στο Νησί (τις μέρες του γάμου), να με γνωρίσει καλύτερα, και μετά ν’ αποφασίσει αν θα άφηνε την κόρη της να την κυλίσω στον βούρκο. (Εκ των υστέρων έμαθα ότι η Στάσα την είχε στήσει τη μηχανή για να έχει παρέα – γιατί να λείψει η ίδια από τον γάμο της μεγάλης δεν έπαιζε ως πιθανότητα). Δέχτηκα με κρύα καρδιά. Αλλά σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν κι άσχημα να περάσουμε λίγες μέρες στο Νησί. Πληρωμένες διακοπές, γιατί όχι; Άσε που μπορεί να έχει και πλάκα. Και όντως είχε – στο νοερό ριμέικ όμως, όχι στην αυθεντική εκδοχή.

Η Φροσάρα είχε διοργανώσει ένα τριήμερο σκηνοθετημένο από κλώνο του Δαλιανίδη. Κρεβάτι, πάρτι της εργένισσας, τελετή, δεξίωση – όλα ξεπατικωτούρα από σπέσιαλ αφιέρωμα του περιοδικού Νύφη. Αντέξαμε τα περισσότερα χωρίς σοβαρές απώλειες (με την εξαίρεση του καλού γούστου). Επίσης, πήραμε κι ένα ανεκτίμητο μάθημα ζωής: τι δεν πρέπει να κάνεις έτσι και πάρεις ποτέ την απόφαση να ανεβάσεις παρόμοια φαρσοκωμωδία (ως νύφη, κουμπάρα, μάνα/πεθερά – οι ρόλοι δεν θα μας έλειπαν).

Όλα πήγαιναν βάσει του σεναρίου μέχρι τη μέρα του γάμου (φυσικά, με τις σποραδικές κρίσεις πανικού της Έφης για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: από τα νυφικά παπούτσια που την στένευαν και τις μπουμπουνιέρες που δεν είχαν ακριβώς το δέσιμο που είχε παραγγείλει μέχρι το νούμερο της γαρίδας στα ορεκτικά και την ψωνάρα, τον dj της δεξίωσης, που είχε και άποψη, τρομάρα του!).

Η αλήθεια είναι ότι με τόσα τρεξίματα, η Έφη –προς μεγάλη μας ανακούφιση– αγνοούσε την ύπαρξη και της αδερφής της και τη δική μου. Καλά την είχαμε βγάλει μέχρι τότε. Γιατί η Έφη κατά κανόνα δεν άφηνε τη Στάσα σε χλωρό κλαρί. Πάντα έβρισκε λόγο για να της την πει: για το πώς ντυνόταν («Και τι είπαμε πώς έχεις ντυθεί σήμερα; Καστανάς;»), για το πώς μιλούσε («Ωραία αυτή η λέξη που είπες. Και άγνωστη. Φέρε μου τώρα στο λεξικό να σ’ το φέρω στο κεφάλι!»), για το πώς στεκόταν («Πώς κάθεσαι έτσι, παιδάκι μου; Ξέχασες να βγάλεις την κρεμάστρα από το τσουβάλι πριν το βάλεις;») – για το πώς ανέπνεε, στην τελική. Μέχρι και με το όνομά της είχε πρόβλημα: δεν την έλεγε Στάσα (από το Αναστασία), αλλά Σάσα, πράγμα που εξαγρίωνε τη μικρή. Τώρα, βέβαια, μπορεί να πει κανείς ότι και το Στάσα δεν είναι όνομα για κοπελίτσα. «Έτσι έλεγαν τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου», απαντούσε η Στάσα ερωτώμενη, και έκλεινε την κουβέντα. Η πλάκα είναι ότι την Έφη ο πατέρας της την έλεγε Φρόσω, γιατί έτσι φώναζαν τη μάνα του (a.k.a. Ευφροσύνη), πράγμα που εξαγρίωνε –προς δική μας τέρψη– τη μεγάλη. Με άλλα λόγια, σε κείνο το σπίτι κανείς δεν έλεγε τον άλλον με το ίδιο όνομα: ήταν όλοι για τους άλλους κάποιοι άλλοι. Τρέλα!

Ευτυχώς, αυτές τις καθημερινές κόντρες τις είχαμε γλιτώσει στο Νησί επειδή η Φροσάρα εκείνες τις μέρες έτρεχε και δεν έφτανε. Σχεδόν την είχα λυπηθεί. Μέχρι που έφτασε η αποφράδα μέρα του γάμου. Η ώρα της τελετής ήταν 7 το απόγευμα, για να έχει αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Από το μεσημέρι και μετά συνέρρεε κόσμος στο πατρικό του πατέρα: θειες, ξαδέρφες, συμπεθέρες. Όχι πως έκαναν τίποτα χρήσιμο, όλα τα είχαν αναλάβει επαγγελματίες. Απλώς κάθονταν ένα γύρω και παρακολουθούσαν τη νύφη να ετοιμάζεται: χτένισμα, βάψιμο, ντύσιμο, γαμοσταυρίδια, γιόγκα – τέτοια. Έπιναν καφεδάκια και λάμβαναν μέρος σε έναν άτυπο διαγωνισμό για το πιο βαρετό κλισέ.

***

Μικρή παρέκβαση εδώ, για να πω ότι ανάμεσα στις κυρίες που παρακολουθούσαν την πριβέ παράσταση του βαριετέ Η Έφη στο Μπουντουάρ ήταν και μία συμπαθέστατη γιαγιά, η μάνα της μάνας του γαμπρού, ονόματι Σοφία, η οποία ήταν η επιτομή του γιαγιαδίστικου στερότυπου (στην αστική του εκδοχή): χαμογελαστή, κομψή (με τη μαγκούρα της), ασπρομάλλα, με τον καλό λόγο πάντα στο στόμα. Στο τραπέζι που ακολούθησε τη φρίκη του εθίμου που ονομάζεται «κρεβάτι» η κυρία Σοφία μάς ξεμονάχιασε, εμένα και τη Στάσα, και μας έβαλε να της πούμε τα άμεσα μελλοντικά μας σχέδια. Της τα είπαμε με λεπτομέρειες, όπως μας είχε ζητήσει. Χάρηκε σαν μικρό παιδί όταν της είπαμε ότι σκοπεύαμε να σπουδάζουμε μέχρι να μας βαρεθούν οι σπόνσορες. Πάνω σ’ αυτή την κουβέντα είπε: «Γαμώτο, γιατί να μην γεννιόμουν ογδόντα χρόνια αργότερα;» – με πραγματικό παράπονο. Εμείς γελάσαμε, αλλά είχαμε καταλάβει. (Αν φτάσω ποτέ στα χρόνια της, θα φροντίσω να μην πω κι εγώ την ίδια κουβέντα γιατί όλο και κάποιο τσογλάνι θα βρεθεί να γελάσει. Αλλά θα την σκεφτώ, δεν υπάρχει περίπτωση.)

Τέλος της παρέκβασης, επιστροφή στο γαμήλιο μπουντουάρ.

***

Η ώρα είχε πάει κοντά 6 και η νύφη ήταν σχεδόν έτοιμη, όταν μπήκε –για κακή της τύχη– στο οπτικό της πεδίο η Στάσα.

«Ακόμα έτσι είσ’ εσύ; Άντε να ντυθείς!»

«Τι να ντυθώ; Έτσι θα ’ρθω».

Άπασες οι παρευρισκόμενες στράφηκαν να την τσεκάρουν: πράσινο μακό (χωρίς στάμπα), κλασικό τζιν, χαμηλά σταράκια. Η Έφη φρίκαρε!

«Δεν θα ’σαι με τα καλά σου! Αποκλείεται! Ή πας και ντύνεσαι σαν άνθρωπος ή δεν έρχεσαι στο γάμο. Δεν μου χαλάσεις εσύ την ωραιότερη μέρα της ζωής μου!»

Πολικό ψύχος στο δωμάτιο ξαφνικά. Έμειναν τα φλυτζανάκια στα χέρια των κυριών μετέωρα. Η Στάσα χλώμιασε τόσο όσο φούντωσε η Έφη.

«Αν δεν θέλεις να έρθω, δεν έρχομαι. Γιατί να ντυθώ νταμ ντε κομπανί δεν πρόκειται».

Η μάνα τους σηκώθηκε, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει ή τι να πει. Η ίδια δεν είχε πρόβλημα με τα ρούχα της μικρής, δεν έδινε σημασία σε τέτοια πράγματα. Αλλά την ήξερε τη μεγάλη και το ’βλεπε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει. Σηκώθηκε και η Έφη, έξαλλη, και στάθηκε πάνω από τη Στάσα σε απόσταση απειλής.

«Μη σώσεις! Καλύτερα! Αλλά πήγαινε να δεις τα μούτρα σου στον καθρέφτη, μωρή σαύρα. Πήγαινε! Πώς θα σταθείς δίπλα μου, ρε σαμιαμίδι; Ξέρεις πώς είσαι;»

Η Στάσα παρέμενε φαινομενικά ήρεμη. Ήξερα ότι δεν θα της έκανε τη χάρη να τα μπήξει. Εγώ είχα ζαρώσει σε μία γωνία, σε φάση «beam me up, Scotty». Και τότε ποιος είδε την κυρία Σοφία και δεν τη φοβήθηκε! Βρόντηξε τη μαγκούρα στο πάτωμα και ύψωσε τη φωνή:

«Ως εδώ και μη παρέκει! Σταμάτα επιτέλους! Τι σου φταίει το κορίτσι; Δεκαοχτώ χρονών, ας φορέσει ό,τι θέλει. Δικαίωμά της! Κάθεσαι τώρα μέρες και ακκίζεσαι με τα τι ωραία που είσαι και τι ψηλή που είσαι και τι περήφανη που είσαι, φτάνει πια! Περηφανεύεσαι για ένα τυχαίο γεγονός, για κάτι που δεν προσπάθησες να γίνεις, αλλά που σου έτυχε. Η όμορφη γυναίκα πεθαίνει δυο φορές, να το θυμάσαι αυτό!… Να χαρείς για την εύνοια της τύχης, να χαρείς, ασφαλώς, δεν είπε κανείς το αντίθετο. Αλλά περήφανη να είσαι για τη μικρή σου αδερφή που προσπάθησε, προσπαθεί και θα προσπαθεί, χωρίς να τα περιμένει όλα από την τύχη. Ξέρεις τι πάει να πει πρωτιά σε διεθνή διαγωνισμό; Ξέρεις τι πάει να πει υποτροφία στο καλύτερο πανεπιστήμιο της Αγγλίας, όλα πληρωμένα; Ξέρεις τι πάει να πει ταλέντο; Επιμονή; Κόπος;… Όχι! Γιατί αν ήξερες, δεν θα μιλούσες έτσι!»

Εκτός από μένα (και τη Στάσα, εννοείται), οι υπόλοιπες κοιτάζονταν εμβρόντητες. Δεν ήξεραν τίποτα απ’ όλα αυτά. Η Στάσα ήταν καλή μαθήτρια και ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι είχε περάσει στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ, αυτά τα ήξεραν. Αλλά όχι ότι είχε πρόταση για πλήρη υποτροφία από μεγάλο ξένο πανεπιστήμιο εξαιτίας ενός διαγωνισμού που είχε κρατηθεί μυστικός ακόμα κι από την οικογένεια. Η κυρία Σοφία τα είχε μάθει από πρώτο χέρι δυο μέρες πριν. Ποιος, όμως, να το περίμενε ότι θα τα ξεφούρνιζε μπροστά σε όλους, και μάλιστα τέτοιαν ώρα; Και πού να μάθαιναν ότι η Στάσα σκόπευε να δεχτεί την πρόσκληση του πανεπιστημίου στο Λονδίνο!

Η Έφη κλονίστηκε. Σωριάστηκε στο σκαμπό της, ερείπιο υπό κατάρρευση. Τέτοια προσβολή μέσα στο ίδιο της το σπίτι! Θα έβαζε τα κλάματα, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν ώρα τώρα να χαλάσει το μακιγιάζ! Η μάνα, η οδοντίατρος, είχε κλείσει τα μάτια και έτριβε τα μηλίγγια της. Ωραίος τρόπος να μάθεις ότι το στερνοπαίδι σου ετοιμάζεται να φεύγει στο εξωτερικό, ίσως και για πάντα (όπως αποδείχθηκε). Σοκ! Η κυρία Σοφία έκρινε πως δεν χρειαζόταν να πει τίποτα άλλο. Γύρισε προς τη Στάσα και της έκλεισε το μάτι. Η Στάσα σηκώθηκε, πήγε κοντά της, τη βοήθησε να σηκωθεί και την έβγαλε από το δωμάτιο.

Τις ακολούθησα γιατί δεν άντεχα άλλο εκεί μέσα. Τις βρήκα στην κουζίνα, αγκαλιασμένες και σκασμένες στα γέλια.

«Τι είναι, ρε παιδιά, γιατί πιανόσαστε;» ρώτησα (όχι με αυτά τα λόγια ακριβώς, αλλά σε αυτό το πνεύμα).

«Μόλις της ζήτησα να γίνει γιαγιά μου. Και ξέρεις τι μου απάντησε;»

Δεν ήξερα.

«Πείτε της», είπε η Στάσα στην κυρία Σοφία.

«Της είπα: “δε γίνεσαι καλύτερα κόρη μου να μοιράσουμε τη διαφορά;”»

Γέλια από δω, κλάματα από κει. Έτσι είναι οι γάμοι: τα γέλια γίνονται κλάματα και τούμπαλιν· ενίοτε και ταυτόχρονα.

***

Ο γάμος, τελικά, έγινε στην ώρα του – και με απόλυτη επιτυχία. Στις ζωές μας έκτοτε άλλαξαν πολλά πράγματα (εκτός από την Έφη που παρέμεινε Φροσάρα και τη Στάσα δεν έγινε Σάσα). Η γιαγιά Σοφία, ο καταλύτης, απλώς επέτεινε την ολοκλήρωση μιας αλυσιδωτής αντίδρασης. Από εκείνο το κομβικό σημείο και μετά, πήραμε όλοι τον δρόμο μας και –άλλος έτσι, άλλος αλλιώς– τα κουτσοβολέψαμε. Όλοι εκτός από την Έφη που είχε ήδη πεθάνει δυο φορές: την πρώτη στη μέση ηλικία και τη δεύτερη από τη ματαιοδοξία της να ξεγελάσει τη φθορά. Τι ανόητη! Θα έρθει κάποτε η τρίτη και φαρμακερή, και θα την βρει ανέτοιμη.

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter


Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Snakefinger

from dimart http://ift.tt/2dIlP6f
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου