—του Ηλία Μαγκλίνη—
Είναι αυτή η μουσική που στοιχειώνει τα όνειρά του από παλιά. Η μουσική που το 1963 ο Ζορζ Ντελερού συνέθεσε για την «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ, θέμα μουσικό άρρηκτα συνδεδεμένο με την Μπαρντό στην ταράτσα του Μαλαπάρτε στο Κάπρι.
Φράση μουσική που μοιάζει να αποτυπώνει μοναδικά πώς η (γυναικεία) ομορφιά μπορεί να έχει κάτι οδυνηρό. Το ανδρικό βλέμμα εξουσιάζει, όμως, στο βάθος, είναι υποχείριο των εικόνων που επιλέγει να πλάσει μόνο του.
Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων: η επίμονη σιλουέτα της Μπε Μπε, πεσμένη μπρούμυτα κάτω από τον ήλιο, με το πόδι ανασηκωμένο κοριτσίστικα, ανέμελα και διαβολικά. Είναι το ίδιο το Κάπρι, με τους κάθετους βράχους και τη Μεσόγειο να απλώνεται ολόγυρα, είναι η αρχιτεκτονική της οικίας Μαλαπάρτε, αυτού του διεισδυτικού, ανοικονόμητου συγγραφέα-δημοσιογράφου. Είναι η υποβλητική μουσική του Ντελερού, το περίφημο «θέμα της Καμίλ» (δηλαδή της Μπαρντό), που μοιάζει με υπενθύμιση ενοχής και κακοφορμισμένη μνήμη (την ίδια μουσική θα χρησιμοποιήσει, τριάντα χρόνια μετά, στην επίγεια κόλαση του «Καζίνο» ο Σκορσέζε).
Η «Περιφρόνηση» θα συνδυάσει ακόμα το ομηρικό έπος του Οδυσσέα με την αγοραία λογική του Χόλιγουντ, τον θρύλο που άκουγε στο όνομα Φριτς Λανγκ με τον «καουμπόη» Τζακ Πάλανς, τον ευαίσθητο, μα και εμμονικό, Μισέλ Πικολί ως Πολ Ζαβάλ, με τη φευγάτη Μπε Μπε ως Καμίλ, την ωμή λαγνεία με το πιο ατόφιο συναίσθημα, την κινηματογραφική τεχνική με τον αφηγηματικό οίστρο.
Ο Πολ και η Καμίλ κουβεντιάζουν μέσα στο διαμέρισμα, με την κάμερα να τους ακολουθεί κατά πόδας: το βασανιστικό τράβελινγκ της νουβέλ βαγκ που σπαρταράει ακόμη, καταγράφει τη βασανιστική κατάρρευση μιας σχέσης: εκείνη τον κατηγορεί ότι την «ξεπουλάει» για να γίνει αρεστός στον παραγωγό και ρίχνεται στην αγκαλιά του παραγωγού σαν να του λέει: Πρόσεχε τι εύχεσαι.
Είναι από τις στιγμές που ξέρεις πως βρίσκεσαι μπροστά στην κινηματογραφική ιστορία. Ή μπροστά σε μια εμβληματική σκηνή της δεκαετίας του ’60 καταμεσής της Μεσογείου. Λες και ο χρόνος έχει πάψει, για λίγο, να υφίσταται. Μπορείς να σταθείς σε κάθε πλάνο, μπορείς να αναλύσεις το μοντάζ για να σου αποκαλυφθεί η βαθύτερη φύση της αφήγησης, μπορείς απλώς και να αφεθείς στις εικόνες και στους ήχους που δημιουργούν κόσμους οι οποίοι σε ακολουθούν ακόμη κι αφού έχουν όλα σωπάσει ή σβήσει.
Κλείνοντας τα μάτια, ακούς ακόμα το θέμα της Καμίλ. Το ανασηκωμένο πόδι της στην ταράτσα διεμβολίζει κάθε κινηματογραφική φιλολογία. Ο Γκοντάρ το κοιτάζει μέσα από την κάμερα. Ο ήλιος τον καίει, αλλά εκείνος ξέρει ότι αυτή είναι μια στιγμή σπάνια και ακριβή. Ο πόθος από μόνος του θα ήταν ένα τίποτα χωρίς την περιφρόνηση.
Πηγή: Η Καθημερινή
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Copy-paste
from dimart https://ift.tt/sHlLTw2
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου