—του Στέλιου Φραγκούλη—
Έβρεχε. Το πεύκο έπεσε. Ένα σεντόνι είχε πιαστεί στα κλαδιά του κυπαρισσιού (ακόμη εκεί είναι). Χτυπάει κουδούνι.
— Παρακαλώ;
— Ντελίβερι, μήπως ξέρετε το όνομα …όπουλος σε ποιο κουδούνι είναι;
— Δεν ξέρω, φίλε, δυστυχώς δεν ξέρω.
Ξανά κουδούνι.
— Ναι;
— Ο ντελίβερι είμαι, ξέρετε σε ποιον όροφο μένει ο …όπουλος;
— Στο δεύτερο.
— Μπορείτε να μού ανοίξετε γιατί δεν απαντάει;
— Μα, αν δεν απαντάει δε θα είναι μέσα!
— Μα αφού πήρε τηλέφωνο και παράγγειλε καφέ!
— Και πού ξέρω ‘γω ότι δεν είσαι κλέφτης;
— Έχεις δίκιο και συ, ρε φίλε… Όμως και ‘γω είμαι μούσκεμα, έρχομαι απ’ το Μικέλ της Μεσογείων με τόση βροχή. Και έχω το μηχανάκι στη γωνία γιατί έπεσε το πεύκο. Ο δρόμος έχει γίνει ποτάμι.
— Περίμενε, θα κατέβω να του χτυπήσω, εντάξει;
— Ευχαριστώ.
Κατεβαίνω, χτυπάω κουδούνι, χτυπάω πόρτα, τίποτε. Την ίδια στιγμή ανοίγει ένας καινούργιος νοικάρης από το τέρμα του διαδρόμου και έρχεται κοντά. Φοράει ένα παλαιού τύπου σώβρακο, από πάνω φανέλα παραλλαγής, είναι τρομερά αδύνατος, μικροσκοπικός, σαν κατσαρίδα. Αλλά έχει μια φωνή που σε αφήνει κατάπληκτο, σαν τον Ντον Κορλεόνε. Εν ολίγοις, του είχε μιλήσει κι αυτουνού ο ντελίβερι. Μου λέει: «Εγώ πάω μέσα». Κρίμα, σκέφτηκα, θα χάσω τέτοια παρέα…
Κατεβαίνω έτσι όπως ήμουνα στο ισόγειο και βρίσκω άλλον έναν ένοικο να μιλάει με τον ντελίβερι. Η βροχή ήταν πραγματικά βίαιη, παντού έβλεπες σπασμένα κλαδιά. Ο τύπος ήταν ένας συμπαθέστατος εξηντάρης, τον πόνεσα, ήταν απίστευτα ταλαιπωρημένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Οπότε τον κάλεσα να έρθει πάω να περιμένει να κόψει η βροχή και να πάρω εγώ τον καπουτσίνο (που δεν έχω πιει ποτέ).
Βγάζει μπότες, αδιάβροχα, γεμίζει το πάτωμα νερά. Κάθεται —δεν πρόφτασα— εκεί που κάθομαι πάντα εγώ. Και αρχίζει ένα μικρό δράμα. Ο τύπος δε μιλάει καθόλου. Προσπαθώ να πούμε καμιά κουβέντα, μα αυτός είναι σοβαρός και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Α, ξέχασα, έδειξε και έντονη ενόχληση όταν το σκυλί μου πλησίασε να τον μυρίσει. Πραγματικά μού ερχόταν να πάω στην κουζίνα, να πάρω τον πλάστη και να τού ανοίξω το κεφάλι, να τον στείλω στον άλλο Πλάστη. «Ρε πούστη», σκεφτόμουν, «κάτω στην είσοδο ωραία τα έλεγες και εδώ πουλάς μούρη; Εγώ φταίω, που κάνω υπερβολές». Κάτι τον ρωτούσα και αυτός απαντούσε μονολεκτικά, κόβοντας την κουβέντα και με ένα τρόπο σα να ήμουν κάποιος ιδιαίτερα λίγος μπροστά του. Ακολούθησε μια ολιγόλεπτη, καθώς λένε, σιγή, από πείσμα δικό μου και ενόσω πάλευα την αμηχανία μου και σιχτίριζα που κατάφερα από το πουθενά και τίποτα να βρεθώ στο ίδιο μου το σπίτι ζαρωμένος ψυχολογικά μπροστά σε έναν άσχετο που μού έπιανε και την αγαπημένη μου πολυθρόνα:
— Μου λες, σε παρακαλώ, που είναι η τουαλέτα;
— ;;;;;;;;;
Τον οδήγησα. Γύρισα στο σαλόνι και κάθισα για λίγο στην πολυθρόνα ΜΟΥ. Άρχισα να ατσαλώνομαι. Όταν έρθει δε θα σηκωθώ, ας κάτσει όπου θέλει.
— Μάστορα! τον ακούω στο βάθος. «Παναγία μου», σκέφτομαι, «τι ζω;»
— Τι θες; ρωτάω.
— Χτύπησε το κινητό μου;
«Άντε γαμήσου», σκέφτομαι και δεν απαντάω. Έπειτα από κάποια ώρα που μού φάνηκε αρκετή, ακούω καζανάκι. Έξω ακόμη βρέχει. Έρχεται στο σαλόνι και μού ρίχνει μια φευγάτη και συνάμα επίμονη ματιά, που του πήρα, προφανώς, την καρέκλα. Κάνει μια έτσι και χύνεται στον καναπέ.
—Μάθε, μού λέει, ότι εγώ δεν είμαι ντελίβερι, είμαι σεκιούριτι και με χώσανε…
Τον κοίταζα και παρακαλούσα το Θεό να πάθει ανακοπή. Και στο καπάκι σηκώνεται βαριά, βαριά κι αμίλητα πάει και βάζει τα αδιάβροχα κι ανοίγει να φύγει.
— Πάντως, μού λέει, δε γκζηγήθηκες καλά…
— Τι δε γκζηγήθηκα, ρε φίλε! Μόνο μπάνιο δεν έκανες εδώ μέσα!
Ήταν έτοιμος να μπει στο ασανσέρ, γύρισε και με κοίταξε με τέτοια βαθιά κι απέραντη πείρα ζωής συγκεντρωμένη με τον ιδεώδη σχηματισμό ρυτίδων γύρω από ένα βλέμμα γλυκό, σοφό και συνάμα απογοητευμένο από μια πραγματικότητα που εγώ άθελά μου εκπροσωπούσα, ώστε έμεινα εμβρόντητος. Μπήκα μέσα. Τίποτε δε μαρτυρούσε την παρουσία του, ούτε νερά στο πάτωμα, ούτε το κυπελάκι του καπουτσίνο, ούτε τα σκατά που περίμενα να βρω στα τοιχώματα της λεκάνης. Κατάλαβα λοιπόν πως την πάτησα. Κάποιος από κάποιο ιερό πάνθεο κατέβηκε θέλοντας να με δοκιμάσει, ίσως ήμουν υποψήφιος κάποιας ανώτερης τιμής, κάποιας ανάληψης από τη φήμη της ηθικής μου. Όμως τα νεύρα μου με πρόδωσαν και η ετυμηγορία ακούστηκε στην πόρτα του σπιτιού μου: «Πάντως δε γκζηγήθηκες καλά…»
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2QIYl49
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου