Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Και πάλι για την τρομοκρατία, τον Κουφοντίνα και την κριτική

—του Νικόλα Σεβαστάκη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Ας παραδεχτούμε επιτέλους πως από την άποψη της πολιτικής σκέψης ο Κουφοντίνας ανήκει σε μια μειοψηφική μεν αλλά πραγματική παράδοση της (άκρας) Αριστεράς. Είναι η επιθετική έκφραση εκείνης της ευρύτερης αντίληψης που δεν αναγνωρίζει αστικά και ατομικά δικαιώματα στον αντίπαλο. Η αντίληψη αυτή θεωρούσε και εξακολουθεί και το 2018 να θεωρεί ακόμα τον αντίπαλο ως έναν εχθρό που θα ’πρεπε να εξαφανιστεί ιστορικά, ιδεολογικά και, σε πολλές περιπτώσεις, και ως φυσική οντότητα. Μια άποψη που χρωστά πολλά στον φιλοναζιστή θεωρητικό του δικαίου Καρλ Σμιτ — έχει σαγηνεύσει τα τελευταία χρόνια και ανθρώπους που ισχυρίζονται πως είναι ριζοσπάστες, αναρχικοί κλπ. Στον πυρήνα έχουμε εδώ την απόλυτη πολιτικοποίηση της ύπαρξης, την άρνηση του πλουραλισμού και μια ηθικολογία εξαναγκαστικής, εντέλει, κοινωνικής σωτηρίας μέσω της καταστροφής ενός μεγάλου τμήματος της υπάρχουσας κοινωνίας (ολόκληρων τάξεων, λόγων και συμβολικών συστημάτων).

Μιλώ εδώ από την άποψη της πολιτικής σκέψης για να την διακρίνω από μια νομική και δικανική προσέγγιση ή απ’ την πλευρά του ποινικού δικαίου. Για μένα αυτά  διαχωρίζονται. Ο πολιτικός συλλογισμός βοηθάει, παρόλα αυτά, στην κατανόηση πρακτικών και λόγων που απασχολούν την κοινή γνώμη και διχάζουν ανελέητα τους παρατηρητές.

Λέω λοιπόν ότι ο ένοπλος «αντάρτης» –όταν δεν έχει κάνει αυτοκριτική ουσίας – δεν αναγνωρίζει το πεδίο των αστικών δικαιωμάτων των άλλων. Ούτε το δικαίωμα στη ζωή, ούτε το δικαίωμα στη βασική σωματική ασφάλεια και ελευθερία, ούτε βεβαίως το ότι υπάρχουν και αναπτύσσονται διαφορετικές ερμηνείες περί δικαιοσύνης και συλλογικής ευημερίας. Αυτό είναι όμως κάτι που το συναντάμε και σε πολλούς άλλους επαναστάτες που δεν προχώρησαν στον ένοπλο δρόμο. Υπάρχει ως θεωρητική πεποίθηση και ιδίως ως νοοτροπία χωρίς να μετατρέπεται σε τρομοκρατική πράξη. Ένας ευρύτερος  χώρος επίσης συχνά αμφισβητεί επιμέρους πτυχές του νόμου αλλά όχι το θεμελιώδες και καταστατικό δικαίωμα στη ζωή. Εδώ χωράνε παράνομοι ή στα γκρίζα όρια ακτιβισμοί που απέχουν ωστόσο από τη σχεδιασμένη ανθρωποκτονία ή άλλες μορφές ριζικής καταστροφής μιας ζωής.

Στην περίπτωση του Κουφοντίνα μιλάμε φυσικά για κάποιον καταδικασμένο για δολοφονίες. Όχι απλώς για κάποιον που έχει απλώς μια εξτρεμιστική ερμηνεία για την κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Και σε αυτήν την περίπτωση λέω ότι το θέμα δεν είναι να αντιγυρίζουμε τη σκληρότητα σε ένα φυσικό πρόσωπο (σε αυτόν ή σε άλλους) όσο το να περιοριστούν στο ελάχιστο οι άνθρωποι που γοητεύονται από ολοκληρωτικά παραδείγματα σκέψης και φυσικά από τις μιλιταριστικές εκφράσεις του ριζοσπαστισμού. Τι σημαίνει αυτό; Νομίζω τρία αλληλένδετα σημεία:

1) Διανοητική, πολιτική και ηθική αντιπαράθεση με κάθε θέαση-του-κόσμου που δικαιολογεί τη βία και μάλιστα την οργανωμένη και πολιτικά μελετημένη βία είτε κατά προσώπων, είτε κατά αγαθών και υποδομών. Μιλώ για τη βία σε συνθήκες θεσμικής και ιδεολογικής δυνατότητας να οργανωθεί κάποιος πολιτικά, να εκφραστεί πολιτιστικά και να επιχειρηματολογήσει κατά της υπάρχουσας κοινωνίας.

2) Συνεχή αποδόμηση και κάποιων πτυχών της εθνικής ιδεολογίας όπου καθαγιάζεται ρομαντικά το μοτίβο του Αδικημένου Λαού και καλλιεργείται μια πρωτόγονα πολωτική προσέγγιση σε πολύπλοκες κοινωνικές αντιθέσεις, στη διαπάλη των συμφερόντων ή στη σχέση μεταξύ «λαού» και των «ελίτ» (οι ελίτ εκλαμβάνονται ως μια δαιμονική οντότητα). Σε αυτό το κεφάλαιο χωράει και η κριτική σε ορισμένες λαϊκιστικές αφέλειες οι οποίες εμφανίζονται ως υποβοηθητικές της δημοκρατίας και του δημοκρατικού πνεύματος ενώ στην πράξη έχουμε δει πως υπονομεύουν την αναγνώριση του σύνθετου και πολυδιάστατου χαρακτήρα που έχουν  τα οικονομικά, πολιτικά και αξιακά προβλήματα της εποχής μας.

3) Σημαίνει, τέλος, μια πολιτική αλήθειας δίχως αυτολογοκρισία απέναντι στους αριστερούς που αναφερόμενοι στην τρομοκρατία ή και στις πιο ήπιες εκδοχές πολιτικής βίας κοινωνιολογούν ασυστόλως ή ασκούν μια ισχνή κριτική με την οπτική της «λάθος απάντησης» (αυτή δηλαδή την λενινιστικής προέλευσης θέση ότι το πρόβλημα με την τρομοκρατία ήταν και είναι απλώς η αναποτελεσματικότητά της ως μεθόδου δράσης). Η αναγωγή στη μεθοδολογία και στη διάσταση μεταξύ κάποιας «αδιέξοδης» ατομικής και κάποιας αναγκαίας και ευκταίας (όταν έρθει η ώρα) συλλογικής βίας είναι μέρος του προβλήματος. Όλος αυτός ο λόγος, ακόμα και αν επενδύεται σε σοβαροφανείς ακαδημαϊκούς μαρξισμούς, είναι υπόλειμμα της ολοκληρωτικής κληρονομιάς του περασμένου αιώνα.

Βλέπουμε, απ’ την άλλη πλευρά, το φόβο πολλών δημοκρατικών πολιτών και ενός πιο συντηρητικού κόσμου ότι αν παραδεχτούμε πως υπάρχουν πολιτικοί εγκληματίες και στη φιλελεύθερη δημοκρατία, θα εμπεδωθεί ένα αίσθημα αθωωτικό και ίσως κολακευτικό για αυτά τα πρόσωπα και τη δράση τους. Που στηρίζεται αυτός ο φόβος; Στο γεγονός ότι, με την ιστορική σημασία του όρου, πολιτικοί κρατούμενοι υπήρξαν συνήθως διωκόμενοι για τις ιδέες τους ή έστω για κάποιες από τις πράξεις τους αλλά σε περιόδους θολές, αυταρχικές ή ανοιχτά δικτατορικές. Από αυτό πιάνονται πολλοί και ισχυρίζονται ότι να μιλάς για πολιτικό έγκλημα προσφέρει μια απόχρωση ιδεαλισμού και «ανιδιοτέλειας» στη δράση του τρομοκράτη — ενώ αν γίνεται διαρκώς λόγος για κοινούς, ποταπούς δολοφόνους, ληστές κλπ. συμβάλλουμε σε μια λυτρωτική απομυθοποίηση. Η ανησυχία είναι σοβαρή αλλά επί της ουσίας αυτή η αποπολιτικοποίηση είναι λάθος γιατί αγνοεί την εμπειρία και τα δεδομένα της πρόσφατης ιστορικής πραγματικότητας. Η αλήθεια είναι ότι ο ένοπλος εξτρεμισμός διαπράττει ποινικά αδικήματα αλλά η ρίζα και η ταυτότητά του είναι μια εκδοχή (ακρο)αριστερής (ή και ακροδεξιάς) πολιτικής στράτευσης. Δεν συγκροτείται ως κοινή εγκληματικότητα αλλά ως επιθυμία καταστροφής στόχων που έχουν πολιτικό και κοινωνικό νόημα για τους δράστες και για όλους όσοι ερμηνεύουμε τις ενέργειές τους. Η ρίζα είναι λοιπόν ένα ιδεολογικό πάθος και ένας μαξιμαλιστικός «ιδεαλισμός» που, ωστόσο, αντί να συνιστά ελαφρυντικό της συγκεκριμένης πρακτικής σκιάζει εντονότερα το υποκείμενο που την εκτελεί και εκθέτει περισσότερο όσους τον υπερασπίζονται ή του αναγνωρίζουν ευγενικά κίνητρα για να τον παρουσιάσουν ως έναν απλώς παραβατικό αγωνιστή. Η ανιδιοτέλεια στο πολιτικό έγκλημα είναι παράγοντας επιβαρυντικός γιατί παραπέμπει στη ψυχρή ιδεολογία και στη λογική ότι όλα τα μέσα είναι θεμιτά για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτή η συνάρθρωση μιας καθαρής, ανιδιοτελούς ιδέας (της ιδεοκρατίας θα έλεγε η Arendt) με τη βαναυσότητα της φυσικής και φονικής πρακτικής είναι ριζικά αντιδημοκρατική, ενώ η δράση των ποινικών είναι κυρίως αντικοινωνική και πολιτικά αδιάφορη.

Πώς μπορεί να δει κανείς τον Κουφοντίνα έξω από τις αναφορές του; Τις ελληνικές, τις λατινοαμερικανικές, τις παλαμικές, τις «ενοπλο-λαοκρατικές;» Προφανώς και οι ιδεολογικές αναφορές, οι προσωπικές και συλλογικές μυθολογίες, δεν αρκούν για να καταλάβει κανείς μια πρακτική και ιδίως μια συγκεκριμένη προσωπική διαδρομή. Χιλιάδες ήταν οι νεολαίοι της Μεταπολίτευσης που φώναξαν υπέρ των Τουπαμάρος αλλά πόσοι απ αυτούς θέλησαν να γίνουν οι Έλληνες Τουπαμάρος; Χιλιάδες νέοι διαδήλωσαν για τον Πόλε, υπόγραψαν κείμενα για τον έναν ή άλλον, έριξαν πέτρες κλπ. αλλά πόσοι απ’ αυτούς πέρασαν το κατώφλι;

Συμπερασματικά: δίχως έναν ενήμερο ιστορικά φιλελεύθερο-δημοκρατικό αντιολοκληρωτισμό δεν πάμε μακριά. Έναν αντιολοκληρωτισμό που θα είναι αδιάλλακτος απέναντι στη λογική του εξτρεμισμού, δίχως να αποχωρίζεται τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου ή να παρακάμπτει τους κανόνες, και απέναντι στον φυλακισμένο, όπου κατά περίπτωση κρίνεται και η χορήγηση ή η άρνηση της άδειας. Χωρίς τη βαθιά αναμέτρηση με τις καθηλώσεις και τις αθλιότητες στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, δεν κάνουμε τίποτα. Και βέβαια όλο και κάποιοι απ’ τους νεότερους θα είναι ευάλωτοι· ειδικά στη δημαγωγία της θυματοποίησης και στη λυρική ρητορική του «διωκόμενου» από την κρατική καταστολή. Από τη στιγμή που η ιδεολογία καταφέρνει να θολώσει τα όρια του θεμιτού και του αθέμιτου, η ζημιά έχει γίνει.

Εν πάση περιπτώσει η πλάκα, η ad hominem καζούρα και οι κουβέντες για σίριαλ κίλερ και «ψυχοπαθείς» είναι μια μορφή εκτόνωσης και ταιριάζουν με το χύμα ύφος των πολέμων στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν είναι όμως απάντηση στο φάντασμα της πολιτικής βίας ούτε στους αυτουργούς και στους οπαδούς της.

17N_flag

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2J7nhvr
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου