Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Contort Yourself

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1293
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης

Τι θέλεις τώρα; Να σου πω για μένα; Γιατί; Δεν σου φτάνει να γράψεις για παράγραφο για τη μέχρι τώρα ζωή μου με στοιχεία που θα βρεις στη Wiki, θέλεις κάτι παραπάνω, ε; Καλώς.

Γεννήθηκα στις 20 Απριλίου του 1955, στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Έχω πτυχίο από το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (δεν θυμάμαι τι σπούδασα) και έφαγα κάμποσα χρόνια στο Ωδείο του Ουισκόνσιν, στο Μιλγουόκι. Παίζω βασικά άλτο σαξόφωνο, αλλά τα καταφέρνω και με οποιοδήποτε πληκτροφόρο. Γράφω τραγούδια και τραγουδάω. Τώρα ζω στη Γαλλία και προσπαθώ να τα φέρω βόλτα. Παίζω ακόμα.

Εντάξει; Φτάνει; Μία παράγραφος! Ούτε εσύ δεν τα κατάφερνες καλύτερα.

Τι, θέλεις κι άλλο; Γιατί; Ούτε με ξέρεις ούτε θέλεις να με μάθεις. Και καλύτερα έτσι, άμα θέλεις τη γνώμη μου. Μακριά κι αγαπημένοι. Δεν έχω να πω τίποτα που να σε ενδιαφέρει, δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα από μένα. Στην καλύτερη περίπτωση, θα γεμίσεις άκοπα στη στήλη σου απόψε και θα κάνεις το κομμάτι σου, «κοίτα να δεις ποιον πήγα τώρα και θυμήθηκα, ο άπαιχτος!», καλά δε λέω; Γιατί να συνεχίσω, λοιπόν; Δεν έχω ούτε έναν καλό λόγο!

Και γι’ αυτό ακριβώς θα συνεχίσω! (Το περίμενες αυτό, μη μου πεις όχι! «Προβλέψιμα απρόβλεπτος»: έτοιμος ο υπότιτλος! Ωραία, λοιπόν – κάτσε και κοίτα.)

Το πραγματικό μου όνομα είναι James Siegfried, αλλά από νωρίς το άλλαξα σε «James Chance» – ήξερα από την αρχή ότι δεν θα είχα καμία ευκαιρία, οπότε είπα να δώσω εγώ μία στον εαυτό μου. (Το έπιασες το λογοπαίγνιο ή μήπως να σ’ το μεταφράσω στα αμερικάνικα;)

Τον καιρό που σπούδαζα, στις αρχές των 70s χοντρικά, ήμουν σε μια μπάντα στο Μιλγουόκι, τους Death (σούπερ το όνομα, δεν μπορείς να πεις!). Παίζαμε διασκευές, Stooges, Velvet Underground, τέτοια, ξέρεις τώρα. Την πλάκα μας κάναμε, ωραία περνάγαμε! Πάνω όμως που αρχίσαμε να γράφουμε δικά μας κομμάτια –έπρεπε να μπούμε στην παραγωγή κάποτε, δε γινόταν να το κωλοβαράμε αιωνίως–, ο τραγουδιστής μας τι νομίζεις ότι έκανε; Πήγε και πέθανε! Δεν είχαμε μόνο το όνομα, είχαμε και τη χάρη. Έχεις ξανακούσει τέτοια συνέπεια; «Death’s singer dies», θα έγραφαν οι εφημερίδες, αν ασχολιόνταν μαζί μας. Αλλά πού τέτοια τύχη. Καλύτερα να το λέγαμε Wealth το συγκροτηματάκι. «Wealth’s singer gets rich» – αυτό μάλιστα!

Τέλος πάντων, το 1975 την έκανα από την πατρίδα και πήγα στη Νέα Υόρκη. Έπαιζα από δω κι από κει, αλλά χωρίς εκπτώσεις. Πείνα κι αξιοπρέπεια. Τότε ξεφύτρωναν από παντού μπάντες, οι περισσότερες χωρίς κανένα μουσικό υπόβαθρο, σκέτη φασαρία. No wave φάση – εκ των πραγμάτων: δεν μπορούσαν να παίξουν ούτε το «Happy Birthday to you», ακόμα κι αν τους βασάνιζες. Εγώ ξεχώριζα ως προς αυτό: για να παίξω μαζί σου, έπρεπε να νιώθεις τα βασικά, ρε φίλε! Άμα με ψάξεις στη Wiki, θα διαβάσεις: «His music can be described as combining the freeform playing of Ornette Coleman with the solid funk rhythm of James Brown, though filtered through a punk rock lens.» Αυτός που το έγραψε, μάλλον ξέρει περισσότερα από μένα (για μένα), αλλά παίρνεις μια ιδέα, όσο να πεις.

Το πρώτο μου σχήμα στη Νέα Υόρκη το έλεγαν Flaming Youth. Χάλια το όνομα, το παραδέχομαι. Τέσσερις ήμασταν: μπάσο, ντραμς, βιολί, σαξόφωνο. Παίζαμε δικά μας, μόνο μουσική. Ακόμα δεν είχα δοκιμάσει να τραγουδήσω – ή θα τραγουδούσα ή σαξόφωνο θα έπαιζα, έτσι την είχα δει τότε. Αυτό θα άλλαζε σύντομα.

Που λες, είχα γίνει κάπως γνωστός στα στέκια του No Wave. Τους έλεγα ότι το μέλλον είναι στην jazz-punk. Γιατί όχι; Ήταν η εποχή που μπορούσες να δοκιμάσεις τα πάντα. Εγώ είχα σχηματίσει μια ιδέα στο μυαλό μου και ήθελα να πάω προς τα κει. Οι άλλοι δεν συμφώνησαν, οπότε τους παράτησα και έφτιαξα τους James Chance and The Contortions – πρώτο όνομα στη μαρκίζα εγώ επιτέλους! Αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι τότε παίζαμε funky jazz, αλλά καλύτερα να μη με ρωτήσεις. Επίσης άρχισα και να τραγουδάω. Γιατί είχα και πράγματα να πω, έτσι;

Τότε μας συμπεριέλαβε ο Brian Eno στην περιβόητη συλλογή No New York και γίναμε κάπως γνωστοί. Αλλά εκείνο για το οποίο ήμασταν πραγματικά διάσημοι (εντάξει, στον μικρόκοσμό μας, μη φανταστείς) ήταν άλλο: σε κάθε μας εμφάνιση έπαιζα ξύλο με το κοινό. Δεν υπήρχε περίπτωση να παίξουμε οπουδήποτε, έστω και σε μια τρύπα με δέκα άτομα από κάτω, και να μην πλακωθώ μαζί τους. Μιλάμε για μπουνίδι κανονικό, όχι φλωριές! Δεν ξέρω πώς μου προέκυψε αυτό. Στην αρχή, είχα λόγους: πάντα θα βρισκόταν στο κοινό κάποιος να μου τη σπάσει – ε, κι εγώ, του την έπεφτα. Άρπαζα κι εύκολα τότε – μη με βλέπεις τώρα! Και το κοινό απαρτιζόταν, κατά βάσει, από κωλόπαιδα. Όλο αυτό ενσωματώθηκε σιγά-σιγά, και χωρίς να το καλοκαταλάβω, στην παράσταση: έπρεπε σώνει και καλά να πλακωθώ με τον κόσμο. Σήμερα απορώ πώς την έβγαλα καθαρή. Από καθαρή τύχη, υποθέτω.

Καλή ήταν η όλη φάση, εγώ την ξεκίνησα, αλλά άμα είναι υποχρεωτική η κλοτσοπατινάδα –κάθε βράδυ τα ίδια!– καταντάει βαρετή. Τα γούσταρα τα μαπίδια (ιδίως αν έχωνα περισσότερα απ’ όσα έτρωγα), αλλά δεν θα τα έκανα κι επάγγελμα! Έπρεπε να υπάρχει λόγος για να πέσει ξύλο (όπως τότε που πλάκωσα στις γρήγορες έναν μαλακοπίτουρα –ροκ κριτικό και καλά–, τον Christgau), αλλά όχι έτσι, για πλάκα! Σύντομα βαρέθηκα και δεν απαντούσα στις προκλήσεις. Μόλις κατάλαβαν ότι δεν θα τις έτρωγαν, σταμάτησαν να έρχονται στις εμφανίσεις μας! Το διανοείσαι; Αν μιλάμε για αρρώστια, δηλαδή! Ε, μ’ αυτά και μ’ αυτά, τα παράτησα. Βοήθησε βέβαια και το ότι στο μεταξύ ερωτεύτηκα τη Lydia Lunch, για να είμαι (στοιχειωδώς) ειλικρινής.

Με τη Lydia φτιάξαμε τους Teenage Jesus and the Jerks και, για λίγο, νομίζαμε ότι οι ουρανοί ήταν δικοί μας. Δεν ήξερα ο ηλίθιος ότι κανένα κρεβάτι δεν χωράει στη σκηνή. Το πράγμα δεν περπάτησε, εννοείται. Σύντομα τους παράτησα κι αυτούς. Ξαναερωτεύτηκα, βλέπεις. Την Anya Phillips, αν έχεις ακουστά. Ναι, την ατζέντισσά μου. Αυτή τη φορά το σκηνικό δεν πρόλαβε να στραβώσει. Με την Anya άγγιξα την τελειότητα, είχα βρει τον άνθρωπό μου. Σε αυτήν τα χρωστάω όλα, άμα θέλεις να ξέρεις. Και τι συνέβη μετά; Μάντεψε. Πήγε και πέθανε το 1981, από καρκίνο. Έχεις κάτι να πεις; Νόμιζα!

Στο μεταξύ, με τους Contortions ίσα που πρόλαβα (οριακά) να βγάλω έναν δίσκο, το Buy, στο τέλος του 1979. Μετά το διαλύσαμε. Έγραψα και λίγη μουσική για μια ταινία, το Grutzi Elvis του Diego Cortez, την ίδια χρονιά. Α, ξέχασα να σου πω το καλύτερο: κάτι μήνες πριν είχε έρθει ο Michael Zilkha, το αφεντικό της ZE Records, και μου είχε δώσει 10 χιλιάδες δολάρια για να ηχογραφήσω ένα δίσκο ντίσκο. Ήθελε, είχε πει, να καταθέσω την άποψή μου για το είδος. Εντάξει, γιατί όχι; Πήρα τα φράγκα, αλλά όταν ήρθε η ώρα να τηρήσω το συμβόλαιο, δεν είχα συγκρότημα. Τότε μου λέει η Anya, «φτιάξε ένα συγκρότημα ευκαιριακό, αλλιώς θα μας τρέχουν στα δικαστήρια». Συμφώνησα. Έγραψα τα κομμάτια, βρήκα κόσμο να παίξει, όλα έτοιμα. Και πώς θα το πούμε το σχηματάκι; James White and The Blacks (ιδέα της Anya). Δηλαδή, θα είχα ψευδώνυμο στο ψευδώνυμο. (Μόνο σε μένα αυτά!) Δεν ήταν κακό· ζήτησα μόνο μια μικρή αλλαγή: James White and His Blacks, αλλά ο Zilkha έβαλε βέτο. (Κανονικά, όπου δεν πίπτει χιούμορ, πίπτει ράβδος, αλλά τον είχα ανάγκη, οπότε πήγα πάσο.) Μου έφερε μια στοίβα δίσκους ντίσκο να πάρω μια ιδέα, είπε. Κάθισα στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο να τους ακούσω, τι να έκανα; Δεν άντεχα πάνω από 10 δευτερόλεπτα τη φορά· έβγαζα τον δίσκο από το πικάπ και τον πετούσα από το παράθυρο. Ιπτάμενοι δίσκοι! Φρίσμπι από βινύλιο! Έβρεχε δίσκους εκείνη τη μέρα στη Νέα Υόρκη. Και το κερασάκι: έγραψα ένα άρθρο για το East Village Eye όπου έλεγα ότι το No Wave είχε πεθάνει και ότι το μέλλον ήταν η ντίσκο. Τους δούλευα, αλλά δεν ξέρω τι κατάλαβαν. Κάπως όμως έπρεπε να διασκεδάσω κι εγώ. Ηχογραφήσαμε τελικά το διασκάκι, με τίτλο Off White, το 1980 (ντίσκο θέλανε, ντίσκο τους έδωσα: ας πρόσεχαν). Βοήθησε μέχρι και η Lydia (αυτή είναι η Stella Rico που γράφει στο οπισθόφυλλο). Μετά κάναμε κάποιες εμφανίσεις με το ίδιο υλικό. Παίζαμε σαν παρλιακά πανκιά (που ήμασταν), ντυμένοι (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά) σοουλάδες των 60s – ζήσαμε μεγάλες στιγμές.

Όταν τέλειωσε αυτή η ιστορία, έμεινα στον άσο: ούτε συγκρότημα ούτε τίποτα. Κοιτούσα την Anya να πεθαίνει: αυτή ήταν η δουλειά μου για ένα διάστημα. Μετά την Anya, κι αφού έζησα, αποφάσισα να ξεκινήσω από την αρχή. Δεν ωρίμασα, όχι. Θα το έκανα, αν ήξερα πώς. Μάλλον γέρασα, κατευθείαν.

Ξανάφτιαξα τους Blacks –με άλλους μουσικούς: τον αδερφό μου και μερικούς από το δικό του συγκρότημα, τους David and the Happenings. Ηχογραφήσαμε δύο δίσκους (Sax Maniac & Melt Yourself Down) και κάναμε κάποιες εμφανίσεις στα Μεσοδυτικά. Δεν ήταν όμως το ίδιο.

Το 1983 την έκανα για το Παρίσι. Γύρισα γρήγορα –αλλά για λίγο– στη Νέα Υόρκη για έναν ακόμα δίσκο, το James White Presents The Flaming Demonics, και ξανά στο Παρίσι, για τα καλά αυτή τη φορά. Τα συγκροτήματα έρχονταν κι έφευγαν: άλλοτε James Chance & the Sardonic Symphonics, άλλοτε James Chance and Terminal City. Δουλίτσα να υπάρχει. Τώρα μας λένε James Chance & Les Contortions. Γαλλιστί, ξέρεις. Καλό;

Έλα, να τελειώνουμε, βαρέθηκα. Βάλε τίτλο «James, the Contortionist» και παράτα με στην ησυχία μου. Τι; Θες και μετάφραση; Εχμ. «Τζέιμς, ο Άνθρωπος-Λάστιχο». Πώς σου φαίνεται;

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://ift.tt/2IaUSo6
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου