Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου

—του Παναγιώτη Πούτου—

Για εμένα η ανάγνωση της ποίησης του Νίκου Καββαδία συνοδευόταν εξαρχής από την αναγκαστική παραδοχή ότι το πλήθος των άγνωστων λέξεων ήταν εξωτικοί ήχοι με θολή σημασία, οι οποίοι αποτελούσαν το θαλασσινό σκηνικό στο θέατρο της απελπισίας του. Δεν έφεραν κάποια ειδική σημασία, αλλά επέτειναν την αίσθηση που μου δημιουργούσε το ποίημα. Η άλλη λύση θα ήταν να έχω μονίμως το λεξικό ανοιγμένο και σκοντάφτοντας πάνω σε άγνωστες λέξεις, σχεδόν σε κάθε στίχο, να σταματάω την ανάγνωση για μία αναζήτηση που πολλές φορές θα ήταν άκαρπη: το καραντί, τα παταράτσα, η μπαρκέτα, το 990[1]πινέλο -με τη ναυτική του σημασία- δεν υπάρχουν στα λεξικά. Χρειάζεται απαραίτητα η συντροφιά ενός ειδικού λεξικού (εν προκειμένω αυτού που έγραψε ο Γιώργος Τράπαλης με τίτλο Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία).

Τις λέξεις της ποίησης του Καββαδία ακόμα δεν έχω νοιαστεί να τις μάθω όλες τι σημαίνουν. Από τον πρώτο καιρό όμως ξεχώρισα μία και τη γνώρισα καλά, επειδή είναι τοποθετημένη με τρόπο που μου προκάλεσε συγκίνηση και επειδή αργότερα θα τη συναντούσα ξανά και ξανά σε άλλα κείμενα.

Στο τελευταίο ποίημα που γράφει λίγες μέρες πριν πεθάνει, στην Πικρία, αναφέρεται σε ένα χρώμα που λέει ότι ξέχασε και μάλλον εννοεί πως απαρνήθηκε για χάρη κάποιας αγαπημένης: το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου. Και συνεχίζει: και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα / με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, / για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Tiziano, L'Annunciazione , olio su tela (166x266) 1535

Τισιανός, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 1535

Για κάποιον που δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη, το μόνο που μαθαίνει από το ποίημα είναι το χρώμα του περμαγγανάτου, και επιπλέον αποκτά κάποια ιδέα σχετικά με τη χρήση του, αφού οι εικόνες παραπέμπουν σε σκηνή πορνείου: κρεβάτια σαραβαλιασμένα, λερά σεντόνια, πολυκαιρισμένα. Πολύ αργότερα, διαβάζοντας τη Βάρδια του Καββαδία, θα ξανασυναντούσα το περμαγγανάτο και τον Τισιανό:

Παίξε στον αγέρα τη γλώσσα σου όσο θέλεις. Δε θα ‘ρθω μαζί σου. Δε θέλω ν᾽ ανέβω τη γυριστή σκάλα. Ξέρω απ᾽ όλες τις σκάλες ποιο σκαλί λείπει. Ξέρω ποιος τοίχος είναι να πέσει. Το κρεβάτι με το σπασμένο ποδάρι, τη βρεγμένη πετσέτα στο καρφί, την ξεχειλισμένη λεκάνη με το περμαγκανάτο, που μου θυμίζει το βυσσινί του Tiziano, τό στραβοβαλμένο κάδρο στον τοίχο: «Η θαρραλέα Τιμόκλεια προ του Μακεδόνος».

σελ. 114-115, ΒάρδιαΕκδόσεις Άγρα, 1989.

Στο βιβλίο του Γ. Τράπαλη υπάρχει το λήμμα περμαγκανάτο, και εξηγεί με απλά λόγια τη σημασία του:

Πολύ αραιό διάλυμα υπερμαγκανικού καλίου που χρησιμοποιείται για την απολύμανση του νερού. Μέθοδος αντισηπτική σε οίκους ανοχής και για αντισηπτικές πλύσεις στη δερματολογία και τη γυναικολογία.

σελ. 59, Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία. Γιώργος Τράπαλης Εκδόσεις Άγρα, 2010 (β’ έκδοση).

αρχείο λήψης

Δεν είναι όμως μόνο το έργο του Καββαδία το οποίο διασώζει αυτή τη λέξη. Αργότερα την εντόπισα και στο Μπουρδέλο του Ηλία Πετρόπουλου:

Θυμάμαι πολύ καλά ότι, η πόρνη Λέλα […] είχε στην κάμαρή της ένα γραμμόφωνο. Καλοριφέρ δεν είχε. Κάθε δωμάτιο είχε τη σόμπα του. Πάνω στο κομό η κλασική λεκάνη, η κλασική κανάτα και το κλασικό μπουκάλι με το υπερμαγκανάτ.

Cn_tEo9WIAA8DdE

Μπουρδέλο στο Παρίσι, δεκαετία 1930

Άλλες χρήσεις της συνάντησα σε διήγημα του Μ. Καραγάτση, στην αυτοβιογραφία της Γαβριέλλας Ουσάκοβα:

έκανα κλύσμα με περμαγκανάντ και το έκρυψα να μην το δει.

σελ. 115, Η ζωή μου. Γαβριέλλα Ουσάκοβα Εκδόσεις Κάκτος.

Τώρα, ανάμεσα στα σπίτια, είναι και καναδυό μαγαζάκια -ψιλικατζίδικα- που πουλούν ό,τι χρειάζεται για τους ανθρώπους του δρομάκου. […] Καθρεφτάκια, τσατσάρες, μοσκοσάπουνα, βαζελίνη, τραπουλόχαρτα, περμαγκανά, περλαντίνα, μυρουδιές σε κακόγουστα μπουκαλάκια, «μπεμπέκες» κι ό,τι άλλο χρειάζεται για τη δουλειά και τη χαρά.

σελ. 160, «Ο άνθρωπος με το φλεμόνι». Το μεγάλο συναξάριΜ. Καραγάτσης Εστία, 2001.

Όσο κι αν έψαχνα στα λεξικά -στο Υ και στο Π- δεν έβρισκα πουθενά το (υ)περμαγκανάτ(ο) -σε οποιαδήποτε από τις παραλλαγές του. Το ΜΛΕΓ, το ΛΝΕΓ (Σταματάκου) όφειλαν να το έχουν, μιας και, όπως διαπιστώνουμε, ο όρος ήταν σε ευρεία χρήση παλαιότερα στους οίκους ανοχής. Ανακάλυψα όμως ότι λείπει και από τα μεταγενέστερα λεξικά (ΛΝΕΓΛΚΝΜΕΛΝΕΛΧΛΝΓ), αλλά λείπει και από τις εγκυκλοπαίδειες, τουλάχιστον την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (και το Παπυράκι), και την εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, η οποία κυκλοφόρησε στον Μεσοπόλεμο.

567211256909b3f56ca3f835243394a4--diffusion-chemistry

Ίσως δεν είναι παράλογη η υπόθεση της σεμνοτυφίας των λεξικογράφων. Η λημματογράφηση μιας τέτοιας λέξης συνδεόταν με την ενοχή του λεξικογράφου. Η παράλειψη ήταν πιο ασφαλής επιλογή, ακόμα κι αν έμενε έξω από τα λεξικά μια γνωστή λέξη, πιο γνωστή από πολλές που βρίσκουμε στις σελίδες των λεξικών. Το πόσο γνωστό ήτανε το περμαγκανάτο το επιβεβαιώνει έμμεσα και η ετυμολογική υπόθεση ότι ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε κάποια έκφραση συνδεδεμένη με το εν λόγω προϊόν: έχει υποστηριχθεί πως η έκφραση την έβαψα / την έχω βάψει / την έχω βαμμένη προέρχεται από την αργκό του αγοραίου έρωτα, επειδή το χρώμα του περμαγκανάτου, που δεν έφευγε εύκολα, μαρτυρούσε τον πορνοπελάτη. Από αυτή τη στενή σημασία της πέρασε στην καθημερινότητα και διευρύνθηκε σημασιολογικά. Ακόμα κι αν η προέλευση της φράσης δεν βρίσκεται στις ιδιότητες του περμαγκανάτου, ωστόσο αυτό ακόμα και σήμερα είναι γνωστό και χρησιμοποιείται στη μαγειρική κατά την απολύμανση των λαχανικών. (Σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ το 2010 ο σεφ Νίκος Σαράντος δήλωνε: «Στις επαγγελµατικές κουζίνες χρησιµοποιούµε το περµαγκανάτ. Την ίδια δουλειά κάνει και το ξίδι».)

Στα λεξικά η μόνη παραχώρηση που γίνεται είναι στην επιστημονική ονομασία, η οποία σώζει τα προσχήματα. Βρίσκουμε μόνο το επίθετο υπερμαγκανικός και μέσα σε αυτό τη χημική ονομασία: υπερμαγκανικό κάλιο. Μόνο ο συντάκτης της εγκυκλοπαίδειας Δρανδάκη, στον Μεσοπόλεμο, κάνει κάποια νύξη σχετικά με τη βλενόρροια και τη λευκόρροια όταν συντάσσει το υπολήμμα υπερμαγκανικό κάλιο στο λήμμα κάλιο. Αναφέρεται και στο «αγοραίο» προϊόν, χωρίς να το κατονομάζει, αλλά είναι σίγουρο πως το γνωρίζει. Άλλωστε στο τέλος δίνει και μία χρηστική πληροφορία, καθώς ενημερώνει τον αναγνώστη ότι οι λεκέδες υποχωρούν «διά κιτρικού, οξεικού ή άλλου τινός οξέος» (σελ. 554, τόμος ΙΓ’ ΙΛΙΤΖΑ-ΚΑΣΤΕΛΙΟΝ).

Επιστρέφοντας στο βυσσινί του Τισιανού και του περμαγκανάτου, στον στίχο του ποιήματος που έγραψε 7 Φεβρουαρίου του 1975, τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του, τολμώ να υποθέσω πως ο ποιητής συνοψίζει τη ζωή του, σαν να γράφει επίγραμμα: λάτρης της τέχνης, θαμώνας των πορνείων. Εδώ η λέξη βρίσκει την πιο ποιητική της χρήση και για αυτόν τον λόγο, ακόμα κι αν δεν είχε καταγραφεί σε τόσα άλλα βιβλία, ακόμα κι αν δεν ήταν πια σε χρήση, θα άξιζε να πάρει τη θέση της ως λήμμα στα λεξικά.

Tiziano Vecellio, Ritratto di Papa Paolo III, 1543

Τισιανός, πορτρέτο του πάπα Παύλου Γ΄, 1543

* * *

Πικρία

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Tο βυσσινί του Tισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Tον πυρετό στους Tροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Mανάο.
Tη μαχαιριά που μού ‘δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» ―Όχι, απ’ αλλού πονάω.

Tου τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Tις ξεβαμμένες στάμπες μου, που ‘χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Tί να σου τάξω, ατίθασσο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Aμερική και Aσία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Kατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Kατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Eβραίοι και Mουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Kανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Οίνος φιλολόγους ποιεί

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://ift.tt/2nzEViC
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου