Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Αυτό που σκέφτομαι

— του Παναγιώτη Πούτου— 

And I still have other smothered memories, now unfolding themselves into limbless monsters of pain.

Vladimir Nabokov, Lolita

 

— Τι σκέφτεσαι; με ρωτάει· είμαστε ιδρωμένοι, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Κοιτάω το γυμνό της κορμί. Έχει γυρίσει προς το μέρος μου, το γόνατό της είναι πάνω στα πόδια μου, το χέρι της απλωμένο στο στέρνο μου. Με ενοχλεί το χαμόγελό της, με ενοχλεί η ικανοποίηση που δείχνει, με ενοχλεί που πρέπει να ανταποκριθώ στο συναίσθημα της στιγμής.

Σκέφτομαι εσένα.

Σκέφτομαι τη στιγμή που μου ανακοινώνεις ότι χωρίζουμε, ανάμεσά μας μεσολαβούν χιλιάδες χιλιόμετρα πια, η φωνή σου ακούγεται αγνώριστη μέσα από το τηλέφωνο. Βλέπω τη σκηνή σε επανάληψη, σαν να κάθομαι μπροστά από μία τηλεόραση που δείχνει σε αργό ριπλέι, από πολλές διαφορετικές γωνίες, το μοιραίο γκολ που δέχτηκε η ομάδα μου. Ας υποθέσουμε ότι ήταν ένα καταστροφικό γκολ, που εξαιτίας του χάνουμε το πρωτάθλημα· στέκομαι άφωνος, όπως όλη η κερκίδα, αμήχανος, όπως οι παίχτες της ομάδας μου, που βάζουν απογοητευμένοι τα χέρια στη μέση, που καρφώνουν το βλέμμα στο γρασίδι και περιφέρονται με ξένα, βαριά πόδια· το κεφάλι μου γυρίζει.

Της λέω πως σκέφτομαι όλα όσα κάναμε λίγο πριν· με φιλάει χωρίς τέλος, μου λέει πόσο της άρεσε η πρώτη μας φορά. Δεν υπάρχουν πιο ακατάλληλα λόγια από αυτά για τούτη τη στιγμή. Σκέφτομαι εσένα, θυμάμαι την πρώτη μας φορά, τις πρώτες μας φορές: που συναντηθήκαμε, που αγγίξαμε ο ένας τον άλλο -τυχαία και σκόπιμα- που φιληθήκαμε, που κάναμε έρωτα, που κοιμηθήκαμε, που τσακωθήκαμε και χωρίσαμε και κλάψαμε, ώσπου ενωθήκαμε ξανά, με περισσότερο πάθος, βέβαιοι πως δεν θα ξαναχωρίσουμε.

Σκέφτομαι τις τελευταίες φορές, που δεν γνωρίζαμε ότι θα είναι τελευταίες. Τις παρατηρώ με νοσηρή περιέργεια, όπως ο επισκέπτης της Πομπηίας παρατηρεί τα πετρωμένα σώματα των ανθρώπων που αγκάλιασε η λάβα· όμως εδώ, στη δική μας περίπτωση, περιφέρομαι ανάμεσα στα ερείπια της δικής μας ζωής. Σκέφτομαι το τελευταίο μας φιλί στο αεροδρόμιο, αυτό το φιλί που και οι δύο δεν γνωρίζαμε ότι θα είναι το τελευταίο· τα δάκρυα που σκούπισα από το πρόσωπό σου με φιλιά. Σκέφτομαι το ποίημα που διαβάζαμε γυμνοί, εμείς, στο κρεβάτι, προφητικό για όλες τις τελευταίες φορές, saying again there is a last / even of last times / last times of begging / last times of loving.

Σκέφτομαι το τελευταίο μας γαμήσι, λίγο πριν πάμε στο αεροδρόμιο του χωρισμού. Σε ένα ξενοδοχείο από αυτά που επισκέπτονται τα παράνομα ζευγάρια, σε ένα δωμάτιο με κραυγαλέα διακόσμηση που μας είχε φανεί αστεία, η τελευταία μας φορά· ένα γελοίο τέλος χωρίς καν την επίγνωση του τέλους. Αυτή τουλάχιστον θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίσουμε τη στιγμή με κάποια σοβαρότητα. Κι αφού δεν τελειώσαμε με σοβαρότητα, αποφάσισα να κάνω ό,τι πιο ανόητο μου πέρασε από το μυαλό, να είμαι σε αυτό το κρεβάτι με αυτή τη γυναίκα, να σβήνω τα ίχνη σου από το σώμα και το μυαλό μου, αν γίνεται έτσι να σβήσεις μιαν ανάμνηση· όμως εδώ δεν έχω μιαν ανάμνηση, έχω μια πληγή και πρέπει στο ίδιο σημείο να ανοίξω μια βαθυτερη πληγή, να πονάει περισσότερο, για να ξεχάσω το δικό σου πόνο. Πρέπει να έρθει ένας νέος κατακλυσμός για να σε λησμονήσω.

Με ρωτάει τι σκέφτομαι και με αναγκάζει να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι σκέφτομαι εσένα, σκέφτομαι τα δάκρυα που φιλούσα στο πρόσωπό σου τη μέρα της αναχώρησης. Σκέφτομαι  ξανά και ξανά την ανακοίνωση —μόλις ένα μήνα μετά και με γελοία σοβαρό ύφος και λέξεις— ότι υπήρξε κάποιος άλλος, σκέφτομαι τον χωρισμό, τη δίχως συναίσθημα κυνική περιγραφή, σαν τις επιστολές απόλυσης: στην κατακλείδα η εταιρεία σού εύχεται καλή επιτυχία στη μελλοντική επαγγελματική επιτυχία. Σκέφτομαι ότι ο έρωτας ήταν ένα γεωγραφικό φαινόμενο, εκδηλώνεται τοπικά. Έφυγες και δεν ήσουν πια στην επικράτεια του έρωτα.

Με ενοχλεί που πιάνω ορισμένες φορές τον εαυτό μου να ελπίζει πως θα γυρίσεις -γιατί είναι σίγουρο πως κάποτε θα γυρίσεις, έστω, στο αεροδρόμιο- και ίσως νοσταλγήσεις τη σχέση μας και με ενοχλεί ακόμα περισσότερο που μέσα σε αυτή την ψεύτικη ελπίδα φαντάζομαι με φόβο πως θα υποκύψω και θα σε δεχτώ. Κι έπειτα σκέφτομαι ότι όλα αυτά είναι αβάσιμες ελπίδες και οργίζομαι που υποβάλλω τον εαυτό μου σε αυτό το μαρτύριο και σε διλήμματα που ποτέ δεν θα τεθούν, γιατί έχεις φύγει οριστικά. Και φεύγω οδοιπόρος για τα Σούσα, για μια σχέση που θα σκεπάσει τη δική μας και θα σε κάνει παρελθόν.

Με ρωτάει τι σκέφτομαι και ανοίγει ένα ρήγμα απ’ όπου εισβάλλουν σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα και βυθίζομαι σαν πλοίο χωρίς στεγανά. Εδώ, στον βυθό της θλίψης, συνομιλώ ακόμη μαζί σου, υπάρχει πάντα ένας χώρος στο μυαλό μας όπου τίποτα δεν έχει τελειώσει, όπου πιάνω το νήμα μιας συζήτησης μισοτελειωμένης και τη συνεχίζω, όπου ούτε το τελευταίο φιλί είναι τελευταίο, ούτε τα τελευταία «σ’ αγαπώ» του αεροδρομίου, που έχασαν την αξία τους από το σύντομο αντίο.

Πέρασα από το γραφείο ενός ψυχολόγου για να αντιμετωπίσω αυτήν την κρίση. Μου μίλησε για το πένθος, για αυτή τη μορφή συνομιλίας με κάποιον που χάθηκε· μου είπε ότι συζητάω με τον εσωτερικευμένο Άλλο ή με τον ενσωματωμένο Άλλο, δεν θυμάμαι. Όταν σηκώθηκα να φύγω, του έδωσα το χέρι για χειραψία, με τράβηξε και με αγκάλιασε· δεν ήξερα αν επιτρέπεται αυτή η κίνηση, δεν είχα ξαναπάει σε ψυχολόγο. Ήταν η πρώτη φορά που με άγγιζε κάποιος άνθρωπος μετά τον αποχαιρετισμό του αεροδρομίου. Τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί έκλαψα· θυμάμαι μόνο τις σταγόνες που έβρεξαν το πουκάμισό του στον ώμο.

Με ρωτάει τι σκέφτομαι, σκέφτομαι ότι το «σ’ αγαπώ» είναι ένα υποτιμημένο νόμισμα, ότι είπαμε πολλά «σ’ αγαπώ» και απλώς εννοούσαμε κάτι άλλο ή είχαμε συνηθίσει να το λέμε ώσπου έγινε πράγμα κοινό σαν χειραψία, ώσπου δεν σήμαινε τίποτα, ενώ το «αντίο» πάντα το εννοούμε και πάντα το μεταχειριζόμαστε με προσοχή και το λέμε μόνο όταν υπάρχει λόγος.

Σκέφτομαι ότι τον πρώτο καιρό είχα στοιχειώσει τα μέρη που είχαν συνδεθεί με εμάς τους δύο και, κάθε φορά που πήγαινα εκεί, αυτοί οι προορισμοί μού έφερναν δάκρυα στα μάτια. Έκλαιγα περνώντας από το πάρκο, έκλαιγα βαδίζοντας προς το Ξενοδοχείο Της Τελευταίας Μας Φοράς. Όμως τόλμησα να μπω μέσα και να ζητήσω το συγκεκριμένο δωμάτιο, που ευτυχώς εκείνη την ώρα ήταν ελεύθερο. Νομίζω ότι η κοπέλα στη ρεσεψιόν είχε παραξενευτεί που ήθελα να μείνω μόνος σε ένα ξενοδοχείο με πόρνες και παράνομα ζευγάρια. Ανέβηκα στον όροφο, έκανα τις ίδιες κινήσεις, μια αναπαράσταση· μπήκα σαν να ήταν αίθουσα μουσείου. Δεν υπήρχε τίποτα δικό μας μέσα. Αναγνώρισα τη φριχτή διακόσμηση, το κρεβάτι στο κέντρο, τους καθρέφτες όπου το γυμνό μας σύμπλεγμα καθρεφτίστηκε φευγαλέα. Δεν είχε μείνει τίποτα που να μαρτυράει ότι εδώ υπήρξαμε μαζί. Κάποιος έσβησε βιαστικά τα ίχνη μας.

Θυμάμαι ότι κάθισα στην άκρη του κρεβατιού· ήμουν ντυμένος τώρα -σε αντίθεση με τότε. Αυτό το κρεβάτι έμοιαζε με έκθεμα από το μουσείο που θα έχτιζα για τη σχέση μας. Στην αρχή σκεφτόμουν την αίσθηση των γυμνών σου πελμάτων που χάιδευαν το πόδι μου· όμως, όσο περνούσε η ώρα, υποχωρούσε η ανάμνηση του παρελθόντος. Όσο περνούσε η ώρα πρόσεχα τους ήχους του δρόμου, των δωματίων. Από κάποιο κοντινό δωμάτιο άκουσα τα βογγητά μιας γυναίκας και έπειτα σιωπή. Η αρχική συγκίνηση έσβηνε. Άρχισα να νιώθω θλίψη για αυτή τη νέα απώλεια. Ακόμα και ο πόνος θα υποχωρήσει, θα χάσω και τον τελευταίο τρόπο με τον οποίο μπορώ να σε έχω: την οδύνη της ανάμνησης. Βγήκα πολύ πιο νωρίς από ό,τι είχα υπολογίσει. Άρχισα να απομακρύνομαι και σκεφτόμουν ότι αξίζει να στήνουμε ένα μνημείο για κάθε πεθαμένο έρωτα, το οποίο μετά την αρχική συγκίνηση και τις καταθέσεις στεφάνων θα γίνει κοινό, κοινότατο, θα χωνευτεί μέσα στη σκόνη της πόλης και θα το στολίζουν αδιάφορα τα περιστέρια.

Με ρωτάει τι σκέφτομαι και της κλείνω το στόμα, την καβαλάω, ανοίγω τα πόδια της και μπαίνω μέσα. Γαμάω εσένα, τον ενσωματωμένο Άλλο, όχι αυτήν που είναι από κάτω μου, με τα μεγάλα στήθη, που φουσκώνουν και μοιάζουν, καθώς την έχω ανάσκελα, σαν τα μάτια ενός βατράχου και το κορμί σαν ζελέ που πάλλεται σε κύματα με κάθε σπρώξιμό μου. Γαμάω εσένα και και σε γαμάω σκληρά, με δύναμη, και ακούω τις καυλωμένες γελοίες κραυγές της. Μπορεί να φαινόσουν κι εσύ γελοία σε εκείνον. Θέλω η αίσθηση που νιώθει όταν μπαίνω μέσα της να μεταφερθεί σε εσένα, αυτό που τώρα κάνω σε ένα ξένο κορμί να το νιώθεις σωματικά, επειδή καθώς το κάνω έχω τη σκέψη μου σε σένα. Εσένα σκέφτομαι και τη χαστουκίζω, τη βρίζω, της σφίγγω το λαιμό, εσένα σκέφτομαι και μπαίνω στον κώλο της για να με νιώσεις μέσα σου.

Σκέφτομαι τα ποιήματα που διαβάζαμε από τα βιβλία που πάντα είχες στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Είχαμε πει πως δεν θα χωρίσουμε αν δεν διαβάσουμε όλα τα ποιήματα — δεν θυμάμαι πόσα προλάβαμε να διαβάσουμε. Θυμάμαι πως γράφαμε δίπλα στον κάθε τίτλο μία ημερομηνία με το μολύβι, τώρα θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε πόσες φορές κάναμε έρωτα, πότε κάναμε έρωτα· μπορεί όμως να έχεις σβήσει τις ημερομηνίες για να σβήσεις κάθε ίχνος μου, μπορεί και όχι, είσαι ένα τόσο βαρετά προβλέψιμο αξιολάτρευτο ηλίθιο πλάσμα, ώστε μαντεύω πως όλα αυτά έχουν χάσει τη σημασία τους και δεν απασχολούν καθόλου το μυαλό σου. Θα ήθελα να είχα όλα αυτά τα βιβλία ή δεν θα ήθελα τώρα πια, το μόνο που μου μένει είναι οι στίχοι που απομνημόνευσα γιατί ένιωθα ότι αφορούσαν εμάς: if you do not love me I shall not be loved / if I do not love you I shall not love. Είμαστε η απόδειξη πως η ερμηνεία της ποίησης είναι η ίδια η ποίηση. Στο κρεβάτι σου, διαβάζοντας τους στίχους, νιώθαμε τυχεροί γιατί είχαν γραφτεί για εμάς· όταν σου τους θύμισα την ημέρα του χωρισμού, προσπάθησες να με διαβεβαιώσεις πως ο ποιητής έκανε σίγουρα λάθος.

Σκέφτομαι ότι ποτέ δεν βρήκα πιο πεζή ερμηνεία της ποίησης.

Σκέφτομαι ότι  τον έρωτα τον περιβάλλει ο κυνισμός, ειδικά στο τέλος του. Σκέφτομαι ότι πριν τον έρωτα ο κυνισμός είναι τυπική συμπεριφορά, αλλά μετά ασύδοτη υπερβολή, ύστερα από τόση καταστολή.

Σκέφτομαι το ποίημα που σου διάβασα την τελευταία φορά και δεν μπορώ να το θυμηθώ, σκέφτομαι την τελευταία ποιητική συλλογή που δεν την τελειώσαμε, όλα τα σχέδια που έμειναν στη μέση, επειδή βιαζόσουν να φύγεις, επειδή είχες αρχίσει να απομακρύνεσαι από καιρό. Τελικά ο ποιητής έκανε λάθος, άλλωστε ο ποιητής έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και εμείς είμαστε δύο άνθρωποι σε διαφορετικά μέρη της γης και τα ποιήματα είναι μελάνι πάνω σε χαρτί.

Θέλω πια να σταματήσω να σκέφτομαι· γιατί το μυαλό μου έχει κουραστεί και τα δάκρυα δεν σταματάνε και η θλίψη μού σφραγίζει το στόμα.

Θέλω να φύγω από αυτή τη γυναίκα τώρα. Της αρέσει να είναι κολλημένη πάνω μου κάθε φορά που τελειώνω· τώρα πρέπει να φύγω, της λέω και μου απαντάει όχι, δεν θέλω να φύγεις. Δεν το λέει για να με κρατήσει, αλλά για να μου επιβάλει την ανάγκη της, να τη σκέφτομαι μέχρι την επόμενη φορά που θα τη δω, εγώ όμως σκέφτομαι εσένα. Μου θυμίζει παρόμοιες αντιδράσεις σου, αλλά δεν μπορεί να με κρατήσει, όπως με κρατούσες εσύ. Σηκώνομαι και αρχίζω να μαζεύω τα ρούχα μου που είναι πεταμένα στο πάτωμα του δωματίου γύρω από το κρεβάτι. Ξέρω πως τώρα πια σηκώνομαι να φύγω με μεγαλύτερη ευκολία, ίσως για να μην καλλιεργήσω το αίσθημα της βεβαιότητας, ίσως γιατί με αναγκάζει η ιστορία μας να είμαι έτσι. Φοράω το παντελόνι καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού και αυτή με σφίγγει, τυλίγει τα χέρια γύρω μου, νιώθω στην πλάτη το μεγάλο στήθος της να με πιέζει. Όταν κατεβαίνει από το κρεβάτι, σηκώνομαι και ανεβάζω το παντελόνι, με πλησιάζει, ξεκουμπώνει το πρώτο κουμπί και βάζει το χέρι της μέσα. Στην κλειστή παλάμη της έχει το στρινγκ που φορούσε και της έβγαλα, το αφήνει μέσα στο εσώρουχό μου, για να με έχεις μαζί σου, μου λέει.

Φεύγω. Είμαι στον δρόμο και ακούω ήχους της πόλης, κόρνες αυτοκινήτων, δεν δίνω σημασία, τα βήματά μου με πάνε στο μετρό. Κάποιοι κατεβαίνουν φωνάζοντας, κρατάνε πολύχρωμα κασκόλ και σημαίες, τραγουδάνε συνθήματα, η ομάδα τους κέρδισε, χορεύουν μέσα στο βαγόνι, ένας με σπρώχνει, δεν νιώθω πως είμαι εκεί, όλα μοιάζουν μακρινά και θολά. Να είσαι ερωτευμένος ή να πονάς για τον έρωτα. Γύρω σου να σχολιάζουν τον καιρό, τα γκολ, τις εκλογές, την επόμενη οικονομική κρίση, τον μετεωρίτη που θα αφανίσει την ανθρωπότητα κι εσένα την καρδιά σου να την έχει τυλίξει ένα σύννεφο θλίψης, τίποτα να μην υπάρχει εκτός από αυτό που ζεις εσύ μόνο, εσύ μόνος. Ναι, έτσι θέλω να βλέπω τη ζωή. Μέσα από το πρίσμα του έρωτά μου, της αποτυχίας μου, της απόγνωσής μου.

Ανοίγουν οι πόρτες, είναι η στάση μου. Πριν κατέβω, τραβάω μέσα από το παντελόνι το εσώρουχό της· το κρατάω, προχωράω στριμωγμένος από τον κόσμο, το πετάω δίπλα στην κυλιόμενη σκάλα και ανεβαίνω γλιστρώντας ανάμεσα στο πλήθος.

* * *

006-565x466

Εικόνα εξωφύλλου: Michal Macků

Εδώ άλλες ιστορίες

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Short stories Tagged: Παναγιώτης Πούτος

from dimart http://ift.tt/2zviAWV
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου