Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

MacGuffin Under Wraps

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1117
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Κάθε τελευταία Πέμπτη του μήνα, το απόγευμα, είναι ζουρ φιξ: τάβλι με τον θείο μου τον Γ. στο σπίτι του. Παίζουμε μια παρτίδα στα εφτά, κι άμα χάσει, ακολουθεί ρεβάνς. Για να μην τα πολυλογώ, παίζουμε μέχρι να κερδίσει. Συνήθως, βέβαια, κερδίζει γιατί είναι καλύτερος ταβλαδόρος. (Κι αυτά τα λέω γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, ο μπάρμπας μου ο ζαράκιας με διαβάζει στο dimart, οπότε βάφω λευκό το ψέμα μου, και τα σκυλιά δεμένα.)

Πέρα απ’ αυτό, τις Πέμπτες μας δεν τις αλλάζω με τίποτα. Περνάμε μούρλια παρέα, πίνουμε τα τσιπουράκια μας, λέμε ιστορίες για αγρίους και γελάμε με την ψυχή μας. Ή για την ψυχή μας – που δεν είναι ακριβώς το ίδιο (και η ψυχή μας το ξέρει).

Τις προάλλες, αφού πρώτα με κέρδισε 2-1, είπε: «Μη νομίζεις ότι δεν ξέρω πως το τάβλι είναι πρόφαση. Αλλιώς δεν θα ερχόσουν να με βλέπεις γιατί θα νόμιζες ότι θα νόμιζα ότι έρχεσαι επειδή γέρασα, δηλαδή από υποχρέωση». Λέει ώρες-ώρες κάτι τέτοια ο θείος, είναι επαγγελματίας παραπονιάρης.

«Πριν αρχίσει να μας φασκελώνει το ρήμα νομίζω σε όλους τους χρόνους και τα πρόσωπα, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω».

«Ρε, άκου που σου λέω. Το τάβλι είναι το δικό μας MacGuffin. Πάντως χαίρομαι που έμαθες ότι η προστακτική δεν παίρνει αύξηση».

Αντιπαρήλθα το μειωτικό γραμματικό σχόλιο (θα μπορούσα να του πω, «αφού δεν παίρνει κανένας αύξηση, γιατί να παίρνει η προστακτική;» και να σκοτωθούμε σαν άνθρωποι για τα πολιτικά, ως συνήθως, αλλά κρατήθηκα), και ρώτησα:

«Τι είναι το MacGuffin;» Ήξερα την απάντηση (έχω διαβάσει το βιβλίο του Τρυφώ για τον Χίτσκοκ που ο ίδιος μού είχε κάποτε δανείσει), όμως ήθελα να τον κουρντίσω ν’ αρχίσει να λέει τα δικά του, στο πλαίσιο της εκστρατείας Thats what I do; I drink and I know things.

«To MacGuffin, μικρή μου, είναι το άγιο δισκοπότηρο της μυθοπλασίας. Κάτι ανύπαρκτο, πλην όμως εξαιρετικά χρήσιμο. Κάτι που κάνει τον κόσμο να γυρνά, ενώ το ίδιο είναι μαγική εικόνα».

Ζήτησα διευκρινίσεις – κι ένα καραφάκι από την κατάψυξη. Μαζί με τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα, έφερε κι ένα βιβλίο. Θα μου διάβαζε, το ’χει αυτό το συνήθειο (εξού και το «εσύ θέλεις διάβασμα» που με λέει σε κάθε ευκαιρία – και του προσφέρω πολλές, είναι η αλήθεια).

«Άκου τι λέει η Χάισμιθ:

Νομίζω ότι η πρώτη μου απόπειρα να γράψω ήταν στα εννιά μου χρόνια. Η δασκάλα των αγγλικών μάς ανέθεσε μια τυπικά επίπονη εργασία, μια έκθεση με θέμα “Πώς πέρασα τις καλοκαιρινές μου διακοπές”. Ακόμα δυσκολότερο όμως ήταν ότι έπρεπε να την αφηγηθούμε στην τάξη, χωρίς σημειώσεις, όρθιοι στον πίνακα. Γενικά αυτού του είδους οι εκθέσεις μιλούσαν για ποδηλατοδρομίες ή πατινάζ, ή για κάποιον που σκάρωσε μια σφεντόνα και ήρθε δεύτερος σ’ έναν αγώνα για το ποιος θα ρίξει τα περισσότερα άδεια τενεκεδάκια. Το καλοκαίρι όμως που έκλεινα τα εννιά μου είχα κάνει κάτι ενδιαφέρον. Η οικογένειά μου ταξίδεψε οδικώς από τη Νέα Υόρκη στο Τέξας, και στην επιστροφή επισκεφτήκαμε τα Απέραντα Σπήλαια της Βιρτζίνια. Περιέγραψα τις σπηλιές, που ήταν άκρως εντυπωσιακές λόγω του μεγέθους τους και του ότι δεν είχαν ακόμα εξερευνηθεί εντελώς, καθώς και τους ασβεστολιθικούς σταλακτίτες, που θύμιζαν άνθη με στήμονες, κάλυκες, μίσχους και πέταλα. Τις ανακάλυψαν δύο πιτσιρίκια που κυνηγούσαν ένα λαγό. Ο λαγός τρύπωσε σ’ ένα λαγούμι, εκείνα τον ακολούθησαν και βρέθηκαν σ’ έναν υπόγειο κόσμο – τεράστιο, δροσερό, όμορφο και γεμάτο χρώματα. Στο σημείο αυτό η ατμόσφαιρα στην τάξη άλλαξε. Όλοι βάλθηκαν να ακούνε, γιατί αυτό που έλεγα τους κίνησε το ενδιαφέρον. Ξαφνικά βρέθηκα να τους ψυχαγωγώ με το να μοιράζομαι μαζί τους προσωπικές μου συγκινήσεις. Ξεπέρασα τη δειλία μου και η ιστορία βγήκε πολύ καλύτερα. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο να ψυχαγωγώ τους άλλους αφηγούμενη μία ιστορία. Έμοιαζε κάτι το μαγικό, ήταν όμως δικό μου έργο.*

Κατάλαβες;»

«Δε βλέπω πουθενά κανένα MacGuffin».

«Μη βιάζεσαι! Η Πατρίσια εδώ εξηγεί πώς μια ιστορία μπορεί να γίνει από χλιαρή ενδιαφέρουσα – αν ξέρεις τα κόλπα· έστω και για να τα κάνεις αγνώριστα ή και να ανατρέψεις, αγνοώντας τα. Κι ένα από τα κόλπα είναι το MacGuffin. Ο “υπόγειος κόσμος” που αναφέρει είναι ένα MacGuffin: αυξάνει τις προσδοκίες του ακροατή χωρίς προφανή λόγο. Μπορεί να γίνουν τα πάντα εκεί κάτω, μπορεί και τίποτα. Ό,τι και να γίνει, όμως, θα κάτσει ο άλλος να σε ακούσει».

«Αν δε γίνει τίποτα, θα είναι απάτη».

«Καθόλου. Δεν σου υποσχέθηκε ότι θα γίνει ντε και καλά κάτι συγκλονιστικό».

«Ναι, αλλά μου έκρυψε ότι ενδέχεται και να μη γίνει τίποτα μέχρι το τέλος».

«Στη μυθοπλασία δεν υπάρχουν μυστικά: όλα γίνονται μπροστά στα μάτια μας, είτε τα βλέπουμε είτε όχι. Το MacGuffin είναι ένα τέχνασμα σε πρώτο πλάνο, τόσο φανερό όσο και το γράμμα σε κείνο το διήγημα του Πόε».

«Κάτι που προωθεί την πλοκή, χωρίς το ίδιο να παίζει κανέναν ουσιαστικό ρόλο».

«Ακριβώς».

«Απάτη».

«Άντε πάλι τα ίδια! Κι ο ταχυδακτυλουργός κόλπα κάνει. Απατεώνας είναι κι αυτός;»

«Αμ τι είναι; Το θέμα είναι να το εξαφανίσεις όντως το κουνέλι, ρε θείε. Όχι να το στείλεις στο καμαρίνι για βρούβες».

«Αφού εσύ δεν το βλέπεις πια, για σένα είναι εξαφανισμένο. Με το κουνέλι θα τα βάλεις τώρα;»

«Όχι, μωρέ, σιγά τώρα! Τι με κόφτει εμένα; Ψηλό καπέλο είμαι;»

Ανακωχή.

«Και γιατί το λένε “MacGuffin”; Σκοτσέζος ήταν ο πρώτος απατεώνας;» ρώτησα για να τον τσιγκλήσω να μου πει για τον Χίτσκοκ. Όπερ και εγένετο.

«Όχι, αλλά έχει κάποια σχέση με τη Σκοτία. Η τεχνική προϋπήρχε του ίδιου του όρου. Ο Χίτσκοκ τον έβαλε στο λεξιλόγιο της τέχνης».

Εδώ είμαστε.

«Το 1939 έδωσε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και, καθώς μιλούσε για την ταινία του The 39 Steps –του 1935 αυτή–, είπε… Κάτσε να το γκουγκλάρω».

Ρε, τι έχουμε πάθει! Αντί να μου πει την ιστορία ο ίδιος, με τις απαραίτητες ανακρίβειες, θα μου δώσει εκτύπωση από τη Wiki! Μιλάμε με βιβλιογραφία πια.

«Να το! Άκου:

Ίσως να είναι ένα σκοτσέζικο επώνυμο, από μια ιστορία με δύο άντρες σε ένα τρένο. Ο ένας απ’ αυτούς λέει. “Τι είναι εκείνο το πακέτο στη σχάρα αποσκευών;” και ο άλλος απαντάει, “Α, είναι ένα MacGuffin”. Ο πρώτος ζητάει να μάθει, “Τι είναι το MacGuffin;” Ο άλλος απαντάει, “Ε να, είναι μια συσκευή για να παγιδεύεις λιοντάρια στα υψίπεδα της Σκοτίας”. Ο πρώτος λέει, “Μα δεν υπάρχουν λιοντάρια στα υψίπεδα της Σκοτίας” και ο άλλος απαντάει, “Ε τότε, αυτό εκεί δεν είναι MacGuffin”. Όπως καταλαβαίνετε, το MacGuffin στην ουσία δεν είναι απολύτως τίποτα.

Ωραίος ο γερο-ψείρας!»

«Εντάξει, μούφα είναι η ιστορία, αλλά καλή, δε λέω».

Εδώ με κοίταξε λες και είχα αποκαλέσει την Αγία του Τράπεζα «τραπεζάκι φερ-φορζέ». Θα το συνέχιζα, όσο είχα ρέντα.

«Εμένα δε μου χρειάζεται το MacGuffin. Tο μόνο που χρειάζομαι για να στήσω μια ιστορία είναι δύο άνθρωποι –ή περισσότεροι· ή και μόνο ένας καμιά φορά– μέσα σε μία κατάσταση. Αν έχεις στο μυαλό σου ζωντανούς τους χαρακτήρες, εκείνοι –σχεδόν από μόνοι τους– θα πάνε την ιστορία εκεί που θέλεις – ακόμα κι αν εσύ δεν ξέρεις πού ακριβώς».

«Για τι πράγμα μιλάς τώρα; Για τα ανέκδοτα που γράφεις σε κείνο το μπλογκ;»

[Αυτό που σας έλεγα στην αρχή: ο μπάρμπας μου με διαβάζει. Μικρό σοκ! (Γεια σου, θείο!)]

«Ας πούμε, ναι».

«Και τι νομίζεις ότι είναι μια κατάσταση, μικρή ανόητη; Το MacGuffin μπορεί να είναι οτιδήποτε: άνθρωπος, τόπος, πράγμα, ακόμα και κατάσταση. Το MacGuffin δεν είναι παρά ένα μυθοπλαστικό όχημα που κινεί τους χαρακτήρες, και αιτιολογεί τις πράξεις και τα λόγια τους. Εσύ κι αν χρησιμοποιείς MacGuffin! Απατεώνισσα!»

«Έτσι που το θέτεις, έχεις ένα δίκιο», είπα γελώντας. «Αλλά, τότε κι εσύ MacGuffin είσαι!»

«Το ξέρω, λες να μην το ξέρω; Δεν με πειράζει όμως. Μια χαρά ρόλος είναι, δεν κάνεις τίποτα!»

«Μόνο πίνεις και ξέρεις πράματα».

«Τι;»

«Τίποτα, κάτι δικά μου», είπα (αλλιώς θα περνάγαμε πάλι σε φάση «Google it!»). «Άντε, γεια μας. Εις υγείαν τού μπάρμπα-MacGuffin!»

«Υγιαίνετε!»

Αμήν.

 

***

* Πατρίσια Χάισμιθ, Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης), Πατάκη 2005, μτφρ: Αγγελική Βασιλάκου, σελ. 124-5.

***

[Ακούμε το «Under Wraps» από το Moss Side Story (1989) του Barry Adamson, έναν δίσκο που γράφτηκε ως μουσική επένδυση μιας ταινίας νουάρ που δεν υπάρχει, δηλαδή από έναν δίσκο που βασίστηκε σε ένα MacGuffin.]

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Alfred Hitchcock, Barry Adamson, Μαρίκα Τσεβά, Μουσική, Patricia Highsmith

from dimart http://ift.tt/2wSPgcZ
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου