Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Σκοτώνοντας τον Άγγελο του Σπιτιού

…ή: Επαγγέλματα για γυναίκες

—Βιρτζίνια Γουλφ—

«Δεν είμαι μία και απλή,
αλλά πολύπλοκη και πολλές».
Β. Γ.

b13935Η Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941), πρωτοπόρος συγγραφέας και φεμινίστρια, ασχολήθηκε εκτενώς με τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, καθώς και με τον αποκλεισμό τους από την ανώτατη εκπαίδευση. Κατά την άποψή της, για να κατακτήσουν τη χειραφέτησή τους, οι γυναίκες έπρεπε να σκοτώσουν τον «άγγελο του σπιτιού», που τους επιβάλλει να είναι αφοσιωμένες σύζυγοι και μητέρες που καταπιέζουν τις δικές τους ανάγκες για χάρη της οικογένειάς τους και των κοινωνικών συμβατικοτήτων, και να αποκτήσουν «ένα δικό τους δωμάτιο», χώρο δηλαδή προσωπικό. Η Γουλφ, η οποία επικεντρώθηκε στους κοινωνικούς, οικονομικούς και στους ψυχολογικούς λόγους που εμποδίζουν τις γυναίκες να δημιουργήσουν, στις 21 Ιανουαρίου 1931 μίλησε σχετικά με την κοινωνική θέση της γυναίκας και τα δικαιώματά της στην Εθνική Εταιρία για τη Γυναικεία Απασχόληση. Η ομιλία αυτή, μαζί με άλλα έξι σύντομα κείμενα της Γουλφ, κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1997, σε μετάφραση Τατιάνας Κωνσταντινίδου, με τίτλο: Σκοτώντας τον Άγγελο του Σπιτιού, και παρατίθεται στη συνέχεια αντλημένο από εδώ.

 

virginia1932

* * *

Όταν η γραμματέας σας με κάλεσε να έρθω εδώ, μου είπε ότι η Εταιρία σας ασχολείται με τη γυναικεία εργασία και μου πρότεινε να σας πω κάποια πράγματα από τις δικές μου επαγγελματικές εμπειρίες. Είναι αλήθεια ότι είμαι γυναίκα, είναι αλήθεια ότι εργάζομαι, αλλά τι είδους επαγγελματικές εμπειρίες έχω; Είναι δύσκολο να πει κανείς. Επάγγελμά μου είναι η λογοτεχνία και σ’ αυτό το επάγγελμα οι εμπειρίες για τις γυναίκες είναι λιγότερες απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο, με εξαίρεση το θέατρο – λιγότερες, εννοώ, που να αφορούν ειδικά τις γυναίκες. Κι αυτό, επειδή ο δρόμος έχει ανοίξει εδώ και πολλά χρόνια —από την Φάνι Μπέρνι, από την Άφρα Μπεν, από την Χάριετ Μαρτινώ, από την Τζέιν Ώστεν, από την Τζωρτζ Έλιοτ— πριν από εμένα υπήρξαν πολλές διάσημες γυναίκες και, ακόμα περισσότερες, άγνωστες και ξεχασμένες, που έστρωσαν το μονοπάτι και οδήγησαν τα βήματά μου. Έτσι, όταν ξεκίνησα να γράφω, βρήκα πολύ λίγα πρακτικά εμπόδια στο δρόμο μου. Το γράψιμο ήταν μια αξιοπρεπής και ανώδυνη απασχόληση. Η οικογενειακή γαλήνη δεν μπορούσε να διαταραχτεί από το γρατζούνισμα μιας πένας. Δεν υπήρχε καμιά απαίτηση από το οικογενειακό βαλάντιο. Με πενταροδεκάρες μπορεί να αγοράσει κανείς όσο χαρτί χρειάζεται για να γράψει τα άπαντα του Σαίξπηρ — αν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη ούτε πιάνα και μοντέλα, ούτε Παρίσια, Βιέννες και Βερολίνα, ούτε δασκάλους και δασκάλες. Η τόσο χαμηλή τιμή του χαρτιού είναι, φυσικά, ο λόγος που οι γυναίκες πέτυχαν ως συγγραφείς πριν πετύχουν σε άλλα επαγγέλματα.

Ας έρθουμε, όμως, στη δική μου ιστορία. Είναι μια απλή ιστορία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να φανταστείτε ένα κορίτσι στην κρεβατοκάμαρά του με μια πένα στο χέρι. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να μετακινεί την πένα από αριστερά προς τα δεξιά — από τις δέκα η ώρα μέχρι τη μία. Κάποτε σκέφτηκε να κάνει κάτι απλό και, στο κάτω κάτω, φτηνό — να βάλει μερικά από αυτά τα χαρτιά σ’ ένα φάκελο, να κολλήσει ένα γραμματόσημο της μιας πένας στη γωνία και να ρίξει το φάκελο στο κόκκινο κουτί που ήταν στο δρόμο. Έτσι έγινα δημοσιογράφος και η προσπάθειά μου ανταμείφθηκε την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα —μια υπέροχη μέρα για μένα— με μια επιστολή από τον εκδότη που περιείχε μια επιταγή για μια λίρα, δέκα σελίνια και έξι πένες. Αλλά για να σας δείξω πόσο λίγο μου αξίζει να με αποκαλούν εργαζόμενη γυναίκα, πόσο λίγο γνωρίζω τον αγώνα και τις δυσκολίες μιας τέτοιας ζωής, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι αντί να ξοδέψω αυτά τα χρήματα για ψωμί και βούτυρο, για νοίκι, παπούτσια και κάλτσες ή για το λογαριασμό του χασάπη, πήγα και αγόρασα μια γάτα — μια πανέμορφη γάτα, μια περσική γάτα, που πολύ σύντομα με έβαλε σε φοβερούς μπελάδες με τους γείτονες.

Τι πιο εύκολο από το να γράφει κανείς άρθρα και να αγοράζει περσικές γάτες με τα κέρδη; Για σταθείτε, όμως. Τα άρθρα πρέπει να έχουν κάποιο θέμα. Το δικό μου, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν για το μυθιστόρημα κάποιου διάσημου άντρα. Και καθώς έγραφα εκείνη την κριτική ανακάλυψα ότι αν σκόπευα να συνεχίσω να γράφω κριτικές για βιβλία, θα έπρεπε να πολεμήσω μ’ ένα συγκεκριμένο φάντασμα. Το φάντασμα αυτό ήταν μια γυναίκα και, όταν με τον καιρό την γνώρισα καλύτερα, την ονόμασα Άγγελο του Σπιτιού, από την ηρωίδα ενός διάσημου ποιήματος. Αυτή η γυναίκα έμπαινε ανάμεσα σε μένα και το χαρτί μου όταν έγραφα κριτικές. Αυτή ήταν που με ενοχλούσε και σπαταλούσε το χρόνο μου και με βασάνιζε τόσο που στο τέλος τη σκότωσα. Εσείς, που ανήκετε σε μια μεταγενέστερη και ευτυχέστερη γενιά μπορεί να μην την έχετε ακουστά — μπορεί να μην ξέρετε τι εννοώ όταν λέω ο Άγγελος του Σπιτιού. Θα σας την περιγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ. Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Ήταν απίθανα γοητευτική. Δεν είχε ίχνος εγωισμού. Διέπρεπε στη δύσκολη τέχνη της οικογενειακής ζωής. Θυσίαζε καθημερινά τον εαυτό της. Όταν στο σπίτι είχαν κοτόπουλο έπαιρνε το πόδι, όταν υπήρχε κάποιο ρεύμα καθόταν εκεί που φυσούσε — με λίγα λόγια ήταν συγκροτημένη με τέτοιο τρόπο που δεν είχε ποτέ μια δική της ιδέα, μια δική της επιθυμία, αλλά προτιμούσε πάντα να συμμερίζεται τις ιδέες και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω απ’ όλα —περιττό να πω— ήταν αγνή. Η αγνότητά της ήταν υποτίθεται η υπέρτατη ομορφιά της — ο τρόπος που κοκκίνιζε η μεγαλύτερη χάρη της. Εκείνη την εποχή —στα τέλη της βασιλείας της Βικτωρίας— κάθε σπίτι είχε και τον Άγγελό του. Και όταν άρχισα να γράφω, τη συνάντησα από τις πρώτες κιόλας λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε πάνω στο χαρτί μου. Άκουγα το θρόισμα του φορέματός της στο δωμάτιο. Με το που έπιασα, δηλαδή, την πένα στο χέρι για να γράψω την κριτική στο μυθιστόρημα  ενός διάσημου άντρα, γλίστρησε πάνω μου και ψιθύρισε: «Καλή μου, είσαι νέα κοπέλα. Γράφεις για το βιβλίο που έγραψε ένας άντρας. Δείξε κατανόηση, τρυφερότητα, κολάκεψε, εξαπάτησε, χρησιμοποίησε όλα τα τεχνάσματα και τις πονηριές του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει ότι έχεις δικές σου ιδέες. Πάνω απ’ όλα να είσαι αγνή».

Και προσπάθησε να κατευθύνει το χέρι μου. Αναφέρω τώρα τη μοναδική πράξη που αναγνωρίζω κατά κάποιο τρόπο στον εαυτό μου, αν και η αναγνώριση ανήκει δικαιωματικά σε κάποιους θαυμάσιους προγόνους μου που μου άφησαν ένα συγκεκριμένο ποσό —ας πούμε πεντακόσιες λίρες το χρόνο— έτσι ώστε δεν εξαρτιόμουν αποκλειστικά από τη γοητεία μου για να βγάζω τα προς το ζην. Στράφηκα κατά πάνω της και την έπιασα από το λαιμό. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν με οδηγούσαν ποτέ στο δικαστήριο, θα ήταν ότι βρισκόμουν σε αυτοάμυνα. Αν δεν την είχα σκοτώσει εγώ θα με είχε σκοτώσει εκείνη. Θα είχε ξεριζώσει την καρδιά από το γράψιμό μου. Γιατί, όπως ανακάλυψα με το που ακούμπησα την πένα στο χαρτί, δεν μπορείς να κάνεις κριτική ούτε σ’ ένα μυθιστόρημα αν δεν έχεις τις δικές σου απόψεις, αν δεν εκφράζεις αυτό που πιστεύεις ότι είναι η αλήθεια για τις ανθρώπινες σχέσεις, την ηθική, το σεξ. Με όλα αυτά τα θέματα, σύμφωνα με τον Άγγελο του Σπιτιού, δεν μπορούν να ασχολούνται ελεύθερα και ανοιχτά οι γυναίκες. Αν θέλουν να πετύχουν πρέπει να γοητεύουν, να συμβιβάζουν, πρέπει —για να το θέσω ωμά— να λένε ψέματα. Γι’ αυτό, όποτε ένιωθα τη σκιά των φτερών της ή τη λάμψη του φωτοστέφανού της πάνω στη σελίδα μου, άρπαζα το μελανοδοχείο και το εκσφενδόνιζα εναντίον της. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Η πλασματική φύση της τη βοήθησε πολύ. Είναι πολύ πιο δύσκολο να σκοτώσεις ένα φάντασμα παρά μια πραγματικότητα. Ενώ νόμιζα ότι την είχα ξεφορτωθεί, αυτή πάντα γλιστρούσε πίσω. Αν και κολακεύομαι ότι στο τέλος τη σκότωσα, ο αγώνας ήταν άγριος. Μου πήρε πολύ χρόνο που θα ήταν καλύτερα να τον είχα αφιερώσει στο να μάθω ελληνική γραμματική ή να τριγυρίζω στον κόσμο αναζητώντας περιπέτειες. Αλλά ήταν μια πραγματική εμπειρία, μια εμπειρία που ήταν βέβαιο ότι θα αντιμετώπιζαν όλες οι γυναίκες συγγραφείς εκείνη την εποχή. Αναπόσταστο μέρος της εργασίας μιας γυναίκας συγγραφέως ήταν να σκοτώσει τον Άγγελο του Σπιτιού.

Για να γυρίσουμε, όμως, στην ιστορία μου. Ο Άγγελος είχε πεθάνει. Τι έμενε από κει και πέρα; Θα μπορούσατε να πείτε ότι αυτό που απόμενε ήταν ένα απλό και κοινό αντικείμενο — μια νέα γυναίκα σε μια κρεβατοκάμαρα μ’ ένα μελανοδοχείο. Με άλλα λόγια ότι, από τη στιγμή που είχε ξεφορτωθεί την ψευτιά, η νέα αυτή γυναίκα δεν είχε παρά να είναι ο εαυτός της. Α, τι είναι, όμως ο «εαυτός» της; Θέλω να πω, τι είναι η γυναίκα; Σας διαβεβαιώνω ότι δεν ξέρω. Πιστεύω πως ούτε κι εσείς ξέρετε. Πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει έως ότου η γυναίκα έχει εκφραστεί σε όλες τις τέχνες και τα επαγγέλματα που είναι ανοιχτά στις ανθρώπινες δυνατότητες. Και αυτός είναι στην ουσία ένας από τους λόγους που ήρθα εδώ — από σεβασμό προς εσάς, που με τους πειραματισμούς σας έχετε μπει στην διαδικασία να μας δείξετε τι είναι η γυναίκα, που, με τις αποτυχίες και τις επιτυχίες σας, έχετε μπει στην διαδικασία να μας προσφέρετε αυτή την εξαιρετικά σημαντική πληροφορία.

Να συνεχίσουμε, όμως, με την ιστορία των επαγγελματικών εμπειριών μου. Από την πρώτη μου κριτική κέρδισα μια λίρα, δέκα σελίνια και έξι πένες και με τα κέρδη αγόρασα μια περσική γάτα. Ύστερα ξύπνησε μέσα μου η φιλοδοξία. Καλή είναι και η περσική γάτα, είπα, αλλά δεν είναι αρκετή. Θέλω να έχω ένα αυτοκίνητο. Και έτσι έγινα συγγραφέας — γιατί είναι πολύ παράξενο αλλά οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να σου δώσουν ένα αυτοκίνητο άμα τους πεις μια ιστορία. Κι είναι ακόμα πιο παράξενο ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο απολαυστικό στον κόσμο από το να λες ιστορίες. Είναι πολύ πιο ευχάριστο από το να γράφεις κριτικές για διάσημα μυθιστορήματα. Όμως, αν σκοπεύω να συμμορφωθώ με τις οδηγίες της γραμματέως σας και να σας πω τις επαγγελματικές μου εμπειρίες, θα πρέπει να σας πω για μια πολύ παράξενη εμπειρία που είχα ως μυθιστοριογράφος. Και για να την καταλάβετε θα πρέπει πρώτα να προσπαθήσετε να φανταστείτε την πνευματική κατάσταση του συγγραφέα. Ελπίζω να μην προδίδω επαγγελματικά μυστικά λέγοντας ότι κύρια επιθυμία ενός συγγραφέα είναι να έχει όσο το δυνατό λιγότερη συνείδηση του εαυτού του. Πρέπει να επιβάλει στον εαυτό του μια κατάσταση συνεχούς ληθάργου. Θέλει να κυλά η ζωή μέσα σε απόλυτη ηρεμία και τάξη. Όσο γράφει θέλει να βλέπει τα ίδια πρόσωπα, να διαβάζει τα ίδια βιβλία, να κάνει τα ίδια πράγματα μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, ώστε τίποτα να μη διασπάσει τη φαντασίωση, μέσα στην οποία ζει — ώστε τίποτα να μη διακόψει, να μην ενοχλήσει τα μυστηριώδη ψαχουλέματα, τα ψαξίματα, τα ξεπετάγματα, τις αναπάντεχες εμφανίσεις και τις ξαφνικές ανακαλύψεις αυτού του πολύ ντροπαλού και απατηλού πνεύματος, που είναι η φαντασία. Υποπτεύομαι ότι αυτή η κατάσταση είναι κοινή στους άντρες και στις γυναίκες. Αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, θα ήθελα να με φανταστείτε να γράφω ένα μυθιστόρημα σε κατάσταση έκστασης. Θέλω να σκεφτείτε ένα κορίτσι που κάθεται με μια πένα στο χέρι, που για ολόκληρα λεπτά, που για ώρες, δεν τη βουτά ούτε μια φορά στο μελανοδοχείο. Η εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι αυτό το κορίτσι είναι η εικόνα ενός ψαρά, που, βυθισμένος στην ονειροπόληση, κάθεται ξαπλωμένος στην όχθη μιας βαθιάς λίμνης με την πετονιά του τεντωμένη πάνω από τα νερά. Άφηνε τη φαντασία της να ορμά ανεξέλεγκτη γύρω από κάθε βράχο και ρωγμή του κόσμου που βρίσκεται βυθισμένος στα βάθη της υποσυνείδητης ύπαρξής μας. Και τώρα ήρθε η εμπειρία, η εμπειρία που πιστεύω ότι είναι πολύ πιο συνηθισμένη στις γυναίκες συγγραφείς παρά στους άντρες. Η πετονιά γλίστρησε γρήγορα ανάμεσα στα δάχτυλα της κοπέλας. Η φαντασία της είχε παραστρατήσει. Είχε εξερευνήσει τις σπηλιές, τα βάθη, τα σκοτεινά μέρη όπου μισοκοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια. Και τότε έγινε μια σύγκρουση. Και μια έκρηξη. Τα νερά άφρισαν κι αναταράχτηκαν. Η φαντασία είχε πέσει πάνω σε κάτι άκαμπτο. Το κορίτσι ξύπνησε από το όνειρό του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά βρέθηκε σε μια κατάσταση έντονης και μεγάλης αγωνίας. Για να μιλήσω χωρίς μεταφορές, είχε σκεφτεί κάτι, κάτι γύρω από το σώμα, κάτι για τα πάθη, που ήταν απρεπές για κείνη, ως γυναίκα, να πει. Οι άντρες, της έλεγε η λογική της, θα σκανδαλίζονταν. Η επίγνωση του τι θα έλεγαν οι άντρες για μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της την είχε ξυπνήσει από την κατάσταση του ασύνειδου του συγγραφέα. Δεν μπορούσε να γράψει πια. Η έκσταση είχε διαλυθεί. Η φαντασία της δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει. Πιστεύω ότι αυτή είναι μια πολύ συνηθισμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς – παρεμποδίζονται από την υπερβολική συμβατικότητα του άλλου φύλου. Γιατί, αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στον εαυτό τους μεγάλη ελευθερία σε αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν συνειδητοποιούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική αυστηρότητα με την οποία καταδικάζουν μια τέτοια ελευθερία στις γυναίκες.

Αυτές, λοιπόν, ήταν δύο πολύ αληθινές, προσωπικές μου εμπειρίες. Δύο από τις περιπέτειες της επαγγελματικής μου ζωής. Την πρώτη —το να σκοτώσω τον Άγγελο του Σπιτιού— νομίζω ότι την έφερα σε πέρας. Πέθανε. Στη δεύτερη, όμως, στο να πω την αλήθεια για τις εμπειρίες μου ως σώμα, δεν νομίζω ότι τα κατάφερα ακόμα. Τα εμπόδια εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ισχυρά — κι όμως είναι τόσο δύσκολο να προσδιοριστούν. Εξωτερικά, τι πιο εύκολο από το να γράφεις βιβλία; Εξωτερικά, ποια εμπόδια παραπάνω έχει μια γυναίκα από έναν άντρα; Εσωτερικά, πιστεύω, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η γυναίκα έχει ακόμα να παλέψει με πολλά φαντάσματα, να ξεπεράσει πολλές προκαταλήψεις. Και θα περάσει ακόμα πολύς καιρός, νομίζω, προτού μπορέσουν οι γυναίκες να κάτσουν και να γράψουν ένα βιβλίο δίχως να συναντήσουν ένα φάντασμα που θα πρέπει να σκοτώσουν, ένα βράχο πάνω στον οποίο θα πέσουν με όλη τους την ορμή. Και αν αυτό συμβαίνει με τη λογοτεχνία, που είναι το πιο ελεύθερο επάγγελμα για τις γυναίκες, πώς να είναι η κατάσταση με τα νέα επαγγέλματα στα οποία τώρα για πρώτη φορά μπαίνετε εσείς;

Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα ήθελα, αν είχα το χρόνο, να σας θέσω. Κι αν έδωσα έμφαση σ’ αυτές τις προσωπικές μου επαγγελματικές εμπειρίες, είναι επειδή πιστεύω ότι, με διαφορετικές μορφές, είναι και δικές σας. Ακόμα κι όταν ο δρόμος είναι κατ’ όνομα ανοιχτός — όταν δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει τη γυναίκα να γίνει γιατρός, δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος — υπάρχουν πιστεύω πολλά εμπόδια και φαντάσματα που καιροφυλακτούν στον δρόμο της. Το να τα συζητά κανείς και να τα προσδιορίζει έχει, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη σημασία. Γιατί μόνον έτσι μπορούμε να μοιραστούμε το μόχθο, και να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες. Εκτός απ’ αυτό, όμως, είναι απαραίτητο να συζητάμε τα μέσα και τους σκοπούς για τους οποίους αγωνιζόμαστε, για τους οποίους παλεύουμε μ’ αυτά τα φοβερά εμπόδια. Οι στόχοι δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι, θα πρέπει αδιάκοπα να τίθενται σε αμφισβήτηση και σε εξέταση. Η όλη κατάσταση, όπως τη βλέπω —εδώ, σ’ αυτήν την αίθουσα, τριγυρισμένη από γυναίκες που εξασκούν για πρώτη φορά στην ιστορία κι εγώ δεν ξέρω πόσα διαφορετικά επαγγέλματα— έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σημασία. Έχετε κερδίσει δωμάτια στο σπίτι που μέχρι τώρα ανήκε αποκλειστικά στους άντρες. Είστε σε θέση, αν και όχι χωρίς κόπους και αγώνα, να πληρώσετε το νοίκι. Κερδίζετε τις πεντακόσιες λίρες σας το χρόνο. Αυτή η ελευθερία, όμως, είναι μόνο μια αρχή. το δωμάτιο είναι δικό σας αλλά ακόμα είναι άδειο. Πρέπει να το επιπλώσετε, να το διακοσμήσετε, να το μοιραστείτε. Πώς θα το επιπλώσετε, πώς θα το διακοσμήσετε; Με ποιον θα το μοιραστείτε και με ποιους όρους; Αυτά πιστεύω είναι ερωτήματα μεγάλης σημασίας και ενδιαφέροντος. Για πρώτη φορά στην ιστορία έχετε τη δυνατότητα να αποφασίσετε μόνες σας ποιες πρέπει να είναι οι απαντήσεις. Ευχαρίστως θα έμενα να συζητήσω αυτά τα ερωτήματα και τις απαντήσεις – αλλά όχι απόψε. Ο χρόνος μου τελείωσε, πρέπει να σταματήσω.

Πηγή: chressida

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία της Γουλφ στα αγγλικά.

girl-at-the-piano-overture-to-tannhauser-1869

Εικόνα εξωφύλλου: Paul Cezanne, Κορίτσι παίζει πιάνο (Overture to Tannhauser), 1869 

* * *

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Επετειακά Tagged: Βιρτζίνια Γουλφ, Paul Cezanne, Virginia Woolf

from dimart http://ift.tt/2n5REYl
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου