Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Πυροβόλα ρε σαν άντρας, αν είσαι άντρας

arnavutkoyun-arnavut-oldugu-zamanlar-arnavutkoy-listelist_batch

Έγκλημα στην Πόλη #30 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Από μικρός ο Γιουνούς αστυνομικός ήθελε να γίνει. Να είναι δυνατός, ατρόμητος, να κυνηγάει τους κακούς, να τους συλλαμβάνει και να τους πηγαίνει πισθάγκωνα δεμένους στο καρακόλι. Και άμα ήταν κάποιες φορές τυχερός, να τους ρίχνει και καμιά στο ψαχνό με το ιερό αστυνομικό του όπλο. Κι αν δεν ήταν και πολύ ανώδυνη η πιστολιά και έβρισκε ευκαιρία να πάρει κάνα ληστή, κάνα ρεμάλι του υποκόσμου μαζί του ο χάρος, δεν έχασε δα και η Αρβανιτιά βελόνα. Κλέφτες και αστυνόμοι ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι, όπως θα μπορούσε οποιοσδήποτε που ήξερε τον καημό του να γίνει αστυνομικός, ορθώς να υποθέσει. Ακόμα και όταν το ρόλο του κλέφτη αναγκαζόταν να έχει στο παιχνίδι, παραδινόταν πειθήνια στον αστυνόμο και αν αυτός τύχαινε να είναι κάνα γεροδεμένο αγόρι και τον χτυπούσε λίγο παραπάνω ή τον έριχνε στο χώμα και τον έσερνε, ενδόμυχα τον δικαιολογούσε και υπέμενε την ταλαιπωρία γιατί ο αστυνομικός έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του. Σε όλα σχεδόν τα σοκάκια του Arnavutköy –Αρβανιτοχώρι, Μέγα Ρεύμα στα ρωμαίικα—, ο Γιουνούς είχε κρυφτεί, είχε τρέξει, είχε κυνηγηθεί. Όποια πέτρα και αν σήκωνες στο ωραιότατο αυτό προάστιο στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, τα παιδικά του όνειρα ήταν κρυμμένα από κάτω.

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄, ο Πορθητής, εποίκησε το τότε μικρό χωριό με Αλβανούς από την Ήπειρο, εξ ου και το όνομα. Οι ορθόδοξοι Αλβανοί αφομοιώθηκαν από τη ρωμαίικη κοινότητα που ήδη ζούσε εκεί και αργότερα αναμείχθηκαν και με Έλληνες που ήρθαν από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Η ονομασία Μέγα Ρεύμα δηλώνει τη μεγάλη ταχύτητα που αναπτύσσει το ρεύμα του Βοσπόρου που κατεβαίνει από τον Εύξεινο Πόντο στη Μεσόγειο.

Πάνω στη θάλασσα του Μέγα Ρεύματος, όπως σχεδόν σε όλο το μήκος της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, ήταν σπαρμένα λες και είχαν ρίζες μέσα στο νερό, τα περίφημα yalı, οι εντυπωσιακές αριστοκρατικές παραθεριστικές κατοικίες των πλουσίων. Η μεγαλύτερη ορθόδοξη εκκλησία του Βοσπόρου, ο ναός των Ταξιαρχών, δέσποζε στο κέντρο του προαστίου. Στο Μέγα Ρεύμα παραθέριζαν πολλοί Φαναριώτες και ηγεμόνες τις Μολδοβλαχίας την εποχή της ακμής τους, όπως οι οικογένειες των Υψηλάντη, Μουσούρη, Μαυροκορδάτου, Καραθεοδωρή, Σούτσου. Ο Νικόλαος Σκουφάς θάφτηκε στην εκκλησία των Ταξιαρχών το 1819.

Αστυνομικός δεν έγινε ο Γιουνούς. Η μοίρα τα έφερε έτσι που, όσο κι αν επιζητούσε την περιπέτεια, τον κίνδυνο και την εξουσία στα παιδικά του χρόνια, μπήκε στα είκοσι τρία του, μόλις τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία, σε μια θανάσιμα ρουτινιέρικη και άνευρη εργασία. Είχε τελειώσει το σχολείο μέσης εκπαίδευσης και είχε φοιτήσει και δυο χρόνια σε μια σχολή εμπορίου και λογιστικής. Γραμματέας έγινε του μουχτάρη, του κοινοτάρχη, και γραμματέας έμεινε όλη του τη ζωή, να γράφει κατάστιχα και να γεμίζει σελίδες με παντελώς άχρηστα για εκείνον στοιχεία. Και όταν ασφυκτιούσε μπροστά σε αυτήν τη σκονισμένη χαρτούρα που του ρουφούσε σα βδέλλα όλη του την ικμάδα αφήνοντας μόνο τη γεύση της πικρής χολής στο στόμα και στην ψυχή του χρόνια ολόκληρα, αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που έμαθε δυο γράμματα παραπάνω και θεωρήθηκε γραμματιζούμενος και έπεσε στην παγίδα να πρέπει να κάνει μια δουλειά «καθαρή», όπως άρμοζε σε άνθρωπο που είχε κάτσει τόσα χρόνια σε θρανίο. Η μόνη του ευχαρίστηση ήταν να πηγαίνει μόνος, όποτε μπορούσε στις ερημιές έξω από την κατοικημένη περιοχή του Μεγάλου Ρεύματος και να ασκείται στην σκοποβολή. Θεός του είχε γίνει το πιστόλι του, ή μάλλον πολλούς τέτοιους θεούς είχε, γιατί σχεδόν συλλογή είχε κάνει, είχε φτάσει να έχει καμιά δεκαπενταριά πιστόλια. Να τα καθαρίζει, να τα προσέχει, να τα γυαλίζει να τα αραδιάζει πάνω στο τραπέζι και να χαίρεται και να πηγαίνει να ακούει πώς βρυχάται το καθένα την ώρα που η σφαίρα γυρισμό δεν έχει πια, ήταν το μόνο που είχε σημασία στη ζωή του.

Του έλεγε κάθε τόσο και λιγάκι η γυναίκα του «μανία έχεις πάθει με αυτά τα πιστόλια, στο τέλος κάτι κακό θα συμβεί να το δεις, πούλα τα επιτέλους να ησυχάσουμε!» Αλλά ούτε που την άκουγε. Ιδιαίτερη σημασία έτσι κι αλλιώς δεν της έδωσε ποτέ. Του άρεσε, ήσυχη και άκακη του φάνηκε, την πήρε να έχει κι αυτός κάποια να τον φροντίζει και να του κάνει οικογένεια. Τρεις κόρες του χάρισε, τη μια πιο καλή και γλυκιά από την άλλη. Καμιά τους δεν αγάπησε ιδιαίτερα εκείνος, σχεδόν αδιάφορα τις έβλεπε να μεγαλώνουν, ούτε χαρά καμία τις άφησε να του δώσουν ούτε χαρά καμία έδωσε κι αυτός στις κόρες του. Τον γιο περίμενε, για τον γιο ήλπιζε κάθε φορά που έπεφτε βιαστικά πάνω από τη γυναίκα του για να ξαλαφρώσει. Έκανε και εκείνη ό,τι περνούσε από το χέρι της, ήξερε πολύ καλά ότι μόνο αν του χάριζε τον πολυπόθητο γιο τα πράγματα στην οικογένεια θα γίνονταν πιο ευχάριστα, θα γαλήνευε ο  Γιουνούς και θα μπορούσαν να γελάσουν και λίγο τα κορίτσια της και η ίδια. Έκανε όλα τα γιατροσόφια και τα μαγικά που της είπαν οι μουσουλμάνες γειτόνισσες της, αλλά και ό,τι τη συμβούλευσαν οι Ρωμιές, γιατί πολλά ήξεραν κι αυτές, κυρίως οι γηραιότερες, κάτι έμπλαστρα και κάτι διαβασμένα στην εκκλησία μαντζούνια ραντισμένα με αγίασμα, βυζαντινά λέει σοφά πράγματα, τα έκανε όλα. Και τα ήπιε και τα έφαγε και τα μύρισε και αλοίφτηκε μ’ αυτά και απ’ έξω και από μέσα και το έπιασε τελικά το αρσενικό παιδί. Πανηγύρι ολόκληρο στήθηκε στην αυλή του σπιτιού τους όταν γεννήθηκε το αγόρι, ο Ταχίρ.

Ο  Γιουνούς, απολύτως ευτυχής, ανέλαβε εξολοκλήρου την διαπαιδαγώγηση του γιου του. Η γυναίκα του και οι κόρες του δεν υπήρχαν πια παρά μόνο για να υπηρετούν τον μπαμπά και τον γιο. Ο Ταχίρ —ήταν αποφασισμένο και δεν θα ξέφευγε με τίποτα από τη μοίρα του— θα γινόταν αστυνομικός. Μα πριν γίνει αστυνομικός θα γινόταν άντρας: άντρας σκληρός, βαρύς και ασήκωτος· άντρας αφέντης, άντρας εξουσιαστής. Σχεδόν ποτέ, μετά τα τρία του χρόνια δεν έκλαψε ο Ταχίρ, ποτέ δε δείλιασε μπροστά σε κάτι, κι όταν στα πέντε του είχαν στριμώξει με τους φίλους του μία γάτα σε ένα σιδερένιο κουτί με το κεφάλι της έξω και ανεβοκατεβάζοντας αδιάκοπα τα καπάκι αποχωρίστηκε τελικά το σώμα από το κεφάλι της, εκείνος δεν το έβαλε στα πόδια όπως οι υπόλοιποι, έβαλε το κεφάλι πάλι στο κουτί και πήγε και το έθαψε στην αλάνα πίσω από το σπίτι του. Διότι ο Ταχίρ για να γίνει άντρας έπρεπε πρώτα- πρώτα να είναι ένα παιδί αντράκι. Το αντράκι αυτό και τα πιστόλια του έπαιρνε κάθε τόσο ο  Γιουνούς μαζί του και πήγαινε να του μάθει να πυροβολεί με τέχνη, προσοχή, προσήλωση σε αυτό που έκανε και ατσαλένιο χέρι που δεν τρέμει. Άψογο το αντράκι, ο Ταχίρ, σε όλα, και άσσος στη σκοποβολή έγινε στα οκτώ του και αφομοίωσε πλήρως την θεωρία του πατέρα του “εγώ είμαι άντρας και οι γυναίκες υπάρχουν για να με υπηρετούν”.

Όταν γεννήθηκε ο Ταχίρ, η μεγάλη κόρη της οικογένειας ήταν οκτώ χρονών, μέχρι τα εννιά της είχε πολύ καλά καταλάβει ότι για το μόνο που τη θεωρούσαν άξια οι γονείς της ήταν να είναι η προσωπική υπηρέτρια του Ταχίρ. Στα έντεκα τη σταμάτησαν και από το σχολείο. Αυτή έπρεπε να είναι δίπλα του όλη μέρα, να τον προσέχει και να εκτελεί κάθε του επιθυμία, να τον πηγαινοφέρνει κάθε μέρα στο σχολείο, ακόμα και όταν πήγαινε να παίξει με τους φίλους του να είναι ενήμερη πού είναι και με ποιους είναι. Αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, αυτή έπλενε και σιδέρωνε τα ρούχα του. Η Χαϊριέ που τα χρωμοσώματα την έπαιξαν στα ζάρια και έχασε, η Χαϊριέ που οι μοίρες έπαιζαν πρέφα την ώρα που γεννήθηκε. Η Χαϊριέ που τότε δεν ήξερε ότι η σκληρή της μοίρα θα μπορούσε να είναι ίδια με τη μοίρα κάποιας Σταυρούλας ή Αρχοντούλας τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά σε ένα ορεινό υπέροχο χωριό τα Ανώγεια, του ωραιότερου νησιού της Ελλάδας, την Κρήτη.

«Άμα θέλεις να γίνεις καλός αστυνομικός, από τώρα πρέπει να μάθεις τα βασικά. Να πυροβολείς σαν άντρας, σταθερό το χέρι στην σκανδάλη, ασάλευτο το βλέμμα και το κεφάλι σου. Να πυροβολείς σαν άντρας, το μόνο που πρέπει να σκέφτεσαι για να μην αστοχήσεις, είναι ότι αυτός εκεί απέναντι σου, είναι ο εχθρός σου, πρέπει να τον εξοντώσεις, διαφορετικά αυτός θα εξοντώσει εσένα», έλεγε κάθε τόσο ο  Γιουνούς στον γιο του. Κι ο γιος, σφουγγάρι σκέτο, τα ρούφαγε όλα και τα κατέγραφε στο μυαλό και το χειρότερο και στην ψυχή του.

Στις 9 Ιανουαρίου 1946 νωρίς το απόγευμα ο εννιάχρονος Ταχίρ έπαιζε στον κήπο του σπιτιού του. Ο ουρανός ήταν ιδιαίτερα συννεφιασμένος και τα νερά του Βοσπόρου έμοιαζαν ανήσυχα, σαν να είχαν διαισθανθεί την μπόρα και το κακό που θα ακολουθούσε σε λίγο. Με τις πρώτες χοντρές ψιχάλες της βροχής η Χαϊριέ, δεκαεφτάχρονη πια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά του Βοσπόρου, άνοιξε την πόρτα και φώναξε στον Ταχίρ να έρθει μέσα, εκείνος την αγνόησε. Μόλις η βροχή δυνάμωσε η Χαϊριέ βγήκε βιαστικά στον κήπο τον πλησίασε και του είπε αυστηρά να έρθει αμέσως μαζί της μέσα στο σπίτι και έτρεξε και μπήκε μέσα. Όταν κατάλαβε ότι ο μικρός δεν την είχε ακολουθήσει ξαναβγήκε, στα σοβαρά θυμωμένη αυτή τη φορά, τον άρπαξε από τον καρπό και τον έσυρε με το ζόρι μέσα και κλείδωσε την πόρτα βάζοντας το κλειδί στον κόρφο της. Έξω φρενών το αντράκι, με κατακόκκινο πρόσωπο και σφιγμένα τα δόντια δεν είπε τίποτα, ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο του πατέρα του, άνοιξε με απόλυτη ψυχραιμία το ντουλάπι όπου έβαζε τα πιστόλια, διάλεξε ένα και κατέβηκε με ήρεμα βήματα αυτή τη φορά στην τραπεζαρία όπου η Χαϊριέ τακτοποιούσε πάνω στο τραπέζι τα σιδερωμένα του ρούχα. Ο Ταχίρ στάθηκε στην πόρτα την κοίταξε με μίσος και οργή και της είπε: «Τώρα θα δεις εσύ που δεν με άφησες να παίξω στον κήπο, ποια νομίζεις πως είσαι; Εγώ είμαι άντρας και είσαι υποχρεωμένη να κάνεις αυτό που θέλω!» Χωρίς καν να περιμένει την αντίδρασή της ή έστω ένα συγγνώμη της, με χέρι σταθερό, κορμοστασιά στητή και βλέμμα δέκα κιλά και πάνω αντρίκιο την πυροβόλησε ακριβώς στην καρδιά. Τη στιγμή που την είδε να πέφτει νεκρή στο πάτωμα, με ταχύτητα αστραπής πέρασε μπροστά από τα μάτια του η εικόνα του πατέρα του, σαν να στεκόταν εκεί δίπλα του του φάνηκε και κρατούσε αυτός το περίστροφο, ήταν σχεδόν σίγουρος πως είδε τα δάχτυλα του πατέρα του να πιέζουν τη σκανδάλη κι όχι τα δικά του.

* * *

arnavutkoyun-arnavut-oldugu-zamanlar-arnavutkoy-listelist_batch

Εικόνα εξωφύλλου: Arnavutköy

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/1Vzfrgw
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου