—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Είναι ο Νικόλαος και ο Βασίλειος. Κάθονται στα συννεφένια σκαλάκια του Παραδείσου – γύρω τους, αγγελάκια κουρντίζουν τις λύρες τους, τσιμπολογούν τα φτερά τους και τυλίγουν τροφαντά δαχτυλάκια γύρω από τις μπούκλες τους. Οι δύο άγιοι ατενίζουν τον κόσμο κάτω. Ο Νικόλαος, αν δεν ήταν πνεύμα και είχε πόδια –έστω και ένα πόδι, δηλαδή– θα το κουνούσε νευρικά.
– Άντε, πάει κι αυτό, μουρμούρισε σαν να μονολογούσε.
– Ναι, πάει και φέτος, αντι-μονολόγησε ο Βασίλειος.
– Αλλά αυτή η ρημάδα, δεν περνάει με τίποτα.
– Ποια;
– Η τσαντίλα. Δεν περνάει.
– Το ξέρω. Αιώνες τώρα.
Έμειναν για λίγο αμίλητοι. Προσπάθησαν, τουλάχιστον. Όπως ήταν αναμενόμενο, πρώτος έσπασε πάλι ο Νικόλαος.
– Μα να μου πάρει το όνομα! Ο χοντρός! (Το φωτοστέφανό του αναβόσβησε απειλητικά σκορπώντας έναν στιγμιαίο πανικό στα πολυάσχολα αγγελάκια, που έμειναν για λίγο ακίνητα σαν αναγεννησιακός πίνακας.)
– Και το δικό μου το πήρε, μην τα ξαναλέμε τώρα.
– Καλά, «Άγιο Βασίλη» τον λένε μόνο εκεί, στην επαρχία του κόσμου. «Νικόλαο» όμως τον λένε παντού! Κι ούτε καν το κράτησε ολόκληρο, δηλαδή. Το ’κοψε για πιο καλλιτεχνικό – Κλάους. Διεθνής καριέρα, βλέπεις… Όλα μού τα πήρε, σου λέω, όλα…
– Ναι, οι άνθρωποι έχουν τρομερή φαντασία προκειμένου να πλάθουν πλάσματα· με τα ονόματα όμως δεν τα πάνε καλά. Τα εξαντλήσανε όλα μετά τη Δημιουργία. Εμάς βρήκανε, τα δικά μας ονόματα χρησιμοποιούν και για τον Ακατονόμαστο.
Ο Νικόλαος γύρισε και τον κοίταξε ψυχρά. Πολύ ψυχρά. Μια νιφάδα ακούμπησε ελαφρά στη μύτη του κι αμέσως αναπήδησε τρομαγμένη.
– Αυτά τα κουλτουριάρικα να μην έλεγες…
– Μα είναι αλήθεια…
– Και τι σημασία έχει που είναι αλήθεια; Κι εμείς αληθινοί είμαστε, και κοίτα πού καταντήσαμε. Ενώ ο Άλλος… Ένα σκέτο κατασκεύασμα, κι όμως τον πιστεύουν.
– Ε, καλά κι εσύ, δεν τον «πιστεύουν» πραγματικά!
– Α, ναι; Σοβαρά; Πάντως για απίστευτος, σαν πολύ μεγάλη επιτυχία έχει!
– Έτσι λειτουργεί το…
Για μια επουράνια στιγμή, στα μάτια του Νικόλαου ο Βασίλειος μεταμορφώθηκε σε Άρειο. Εκείνον, από τη Σύνοδο της Νίκαιας, το 325. Του συνέβαινε αυτό καμιά φορά του Νικόλαου. Όλοι εκεί στην Ουράνια Βασιλεία έκαναν πως είχαν ξεχάσει το επεισόδιο με τη σφαλιάρα στον αιρετικό, αλλά παρέμενε γεγονός ότι ο Νικόλαος ήταν ο μόνος άγιος εκεί μέσα που, αν και πνεύμα, είχε ακόμα νεύρα. Πολλά νεύρα.
– Ποιος πέρασε τη ζωή του κάνοντας φιλανθρωπίες, ε; Ποιος την ξέρει καλύτερα αυτή τη δουλειά – πώς να δείχνεις διακριτικός αλλά τελικά κάπως να μαθαίνεται η δωρεά σου· και πρωτότυπος επίσης. Εκείνο το πουγκί που έριξα τότε από την καμινάδα του τύπου με τις τρεις άπορες κόρες, για παράδειγμα, αυτό δεν ήταν σκέτο κομψοτέχνημα; Σύλληψη και εκτέλεση; Κι αυτό ακόμα μου το ’κλεψε! Δώρα, σου λέει. Σιγά τα δώρα! Να σου λένε τι θέλουν, αντί να ξέρεις τι χρειάζονται! Κι ούτε καν ένα θαύμα, έτσι; Γιά δοκίμασε εσύ να σώσεις καράβια που κινδυνεύουν, φανταστικέ τύπε! Γιά να σε δω στις θάλασσες με τις κόκκινες γούνες και τα μαύρα μποτάκια! Να δούμε, επιπλέουν οι τάρανδοι; Όχι, επιπλέουν;
Τα αγγελάκια είχαν ήδη από ώρα εξαφανιστεί –με ελαφρά φτερουγισματάκια. Ο Νικόλαος και ο Βασίλειος ήταν μόνοι. Κάτω από τα (υποθετικά) πόδια τους, το στερέωμα. Πίσω τους, η Βασιλεία των Ουρανών. Η αιωνιότητα. Πιθανώς, η λήθη.
– Αφού τον πιστεύουν, υπάρχει, έτσι δεν είναι; ξεφύσηξε ο Νικόλαος.
– Βασικά, αφού εσύ κι εγώ φοβόμαστε ότι υπάρχει αυτός, διατρέχουμε τον κίνδυνο να μην υπάρχουμε εμείς.
– Δεν είναι καλό αυτό.
– Για την ώρα, πάντως είμαστε εντάξει, νομίζω.
Από κάπου μακριά αντήχησε ένα σπηλαιώδες γέλιο. Και κουδουνάκια. Μια ελαφρά οσμή ταρανδίλας απλώθηκε. Αδύνατο να καταλάβουν αν ήταν αληθινή ή ψεύτικη.
– Άντε, πάει κι αυτό για φέτος.
– Πάει κι αυτό. Και του χρόνου…
– …να υπάρχουμε…
– …κάπως.
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Short stories
from dimart http://ift.tt/22LiJzB
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου