Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Φρεσκάρισμα μνήμης για τη σεξουαλική παρενόχληση

—της Μαρίας Τοπάλη—

«Επιτέλους, μπορώ να περπατώ στο δρόμο ανενόχλητη!», ήταν η μεθυστική σκέψη που με κυρίευσε όταν, έχοντας κλείσει μόλις τα 18, βρέθηκα να βολτάρω στους δρόμους του ψυχροπολεμικού ακόμα Βερολίνου. Ήταν αρχές της 10ετίας του 80 και (προ)ερχόμουν από μια ζορισμένη χώρα του βαλκανικού νότου. Όχι, δεν είχα μεγαλώσει σε χωριό, ούτε σε κωμόπολη. Οι εμπειρίες μου, ήδη πλουσιότατες στα 18 μου χρόνια σε σεξουαλικές παρενοχλήσεις, έργω και λόγω, προέρχονταν από την αστική Θεσσαλονίκη, στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, και από την μητροπολιτική Αθήνα, στην οποία σπούδαζα.

Δυο συνθήκες, τουλάχιστον, επέσυραν στο 80% των περιπτώσεων του καιρού εκείνου, σεξουαλική παρενόχληση. Και για τις δυο είχαμε προειδοποιηθεί από τις μανάδες. Μας είχαν πει «να μη φωνάξουμε» αλλά να προσπαθήσουμε «να προφυλαχθούμε». Η μία ήταν το λεωφορείο. Η άλλη, να περπατάς στον δρόμο μόνη. Αλλά και δυο κορίτσια, και τρία μαζί, δεν ήταν άσχημος στόχος για τους παρενοχλούντες. Υπήρχε και μια τρίτη συνθήκη, όπου η παρενόχληση «έπιανε» το 100% των περιπτώσεων: να καθίσεις μονάχη σου για καφέ. Γι’ αυτή τη συνθήκη δεν σε προειδοποιούσε καμία μητέρα γιατί ήταν απλά εκτός συζήτησης ότι θα έκανες τέτοιο πράγμα.

Ήταν, όμως, ευτυχώς ταυτόχρονα και η εποχή που το γυναικείο κίνημα δυνάμωνε και εκδηλωνόταν δημόσια. Όσες από εμάς είχαμε την τύχη (και την τιμή) να συμμετέχουμε έστω στις παρυφές του, είχαμε αποκτήσει επιτέλους μιαν εσωτερική ασπίδα αξιοπρέπειας. Αντί να βουλιάζουμε στον φόβο και στον βουβό θυμό, αντί να ενοχοποιούμε το σώμα και το ντύσιμό μας για τη –διαρκή και επιθετική- σε βάρος μας παρενόχληση, αντί να το παίρνουμε ελαφρά, σαν εκδήλωση του «μεσογειακού ταμπεραμέντου», δασκαλευτήκαμε και δασκαλέψαμε η μια την άλλη: στο εξής, θα σκίζαμε το παραβάν. Θα αντιδρούσαμε, εκεί, επί τόπου. Θα βάζαμε τους σκιώδεις –ή μήπως τους εν δυνάμει;- βιαστές στη θέση τους.

Θυμάμαι μία προς μία τις σε βάρος μου σεξουαλικές παρενοχλήσεις, πριν και μετά τη συνειδητοποίηση. Πριν, έπιανα σιωπηλή το χέρι που με πασπάτευε στο λεωφορείο, το κατέβαζα με σφιγμένα χείλη και προσπαθούσα να απομακρυνθώ. Μετά, έβαζα φωνάζοντας στη θέση του τον δράστη. Μια φορά, ήταν σε ένα γνωστό καφενείο, στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Μια άλλη, στον Λευκό Πύργο. Και τις δυο φορές, μέρα-μεσημέρι. Πώς αντέδρασε ο εκάστοτε «τύπος» στις φωνές και τις επιπλήξεις μου; Σηκώνοντας το χέρι να με χαστουκίσει. Αυτό το χέρι, το περίμενα, και το άρπαξα και τις δυο φορές στον αέρα. Το κράτησα εκεί. Φώναξα κι άλλο. Δεν μου συμπαραστάθηκε ποτέ, κανείς.

Δεν θυμάμαι να πω πότε ακριβώς άλλαξε σελίδα η Ελλάδα. Θυμάμαι όμως ότι εμείς οι γυναίκες, τουλάχιστον οι νεώτερες,  ήμασταν τότε λίγο έως πολύ εξεγερμένες, ως προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας, κι αυτό δεν αφορούσε μόνο τις πολιτικοποιημένες. Ήταν τέτοιος ο άνεμος που φυσούσε.

Πόσο παράξενο θα φαίνεται άραγε σε μια σημερινή Ελληνίδα να ποθείς, και να μην έχεις, αυτό το απλό: μια περιδιάβαση στον δρόμο με την ησυχία σου. Μια περιπατητική καταβύθιση στις σκέψεις σου. Έναν ήρεμο καφέ, με την εφημερίδα σου. Πόσο εξωτικό θα μοιάζει το γεγονός ότι, αν έκανες τότε κάτι από αυτά, ένιωθες αυτόματα τον αέρα να πυκνώνει γύρω σου και τους σφυγμούς σου να ανεβαίνουν! Γιατί το ήξερες ότι «προκαλείς». Κι έπρεπε να είσαι σε ετοιμότητα να αντεπιτεθείς. Αναρωτιέμαι πού κρύφτηκαν οι χιλιάδες αηδιαστικοί τύποι που μας παρενοχλούσαν, μας χούφτωναν, τρίβονταν πάνω μας, μας ψιθύριζαν στο αυτί, τις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80; Θα είναι, φαντάζομαι, τίποτα καλοκάγαθοι παππούδες που θα ταχταρίζουν τα εγγόνια τους. Τίποτα ευπρεπείς νοικοκυραίοι, πατεράδες, σύζυγοι, επαγγελματίες, επιστήμονες, εργαζόμενοι. Ζουν ανάμεσά μας. Δεν είναι μουσουλμάνοι. Απλά κατάλαβαν, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ότι, δημόσια τουλάχιστον, δεν τους «παίρνει» πλέον.

Πηγή: Η Καθημερινή

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Copy-paste

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/1kX8aaH
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου