Έγκλημα στην Πόλη #14 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Οι πονηροί και ξύπνιοι πάντα έβρισκαν τρόπους να εξαπατούν τους αφελείς και ανυποψίαστους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Χιλιάδες οι τρόποι εξαπάτησης και χιλιάδες τα κόλπα παγίδευσης και εκμετάλλευσης των εύπιστων και αγαθών, που έχουν χρησιμοποιηθεί ανά τους αιώνες. Δεν θα αποτελούσε εξαίρεση βέβαια και η ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης. Αρκετά τα κρούσματα και στους κόλπους της, την μεταπολεμική εποχή που είχε ήδη αρχίσει να παίρνει πάλι τα πάνω της η ομογένεια. Άλλοι πιάνονταν στα πράσα και τα κατορθώματά τους έμεναν στα αστυνομικά κατάστιχα και κάποιοι ξέφευγαν, ξαπόσταιναν για λίγο και επανεμφανίζονταν δριμύτεροι για νέους αγώνες, για νέες απάτες.
Στις 7 Μαΐου του 1948, οι αναγνώστες της ρωμαίικης εφημερίδας Απογευματινή διάβασαν, οι περισσότεροι με έκπληξη, την ανακοίνωση της Εφορείας των Νοσοκομείων Βαλουκλή ή Μπαλουκλή όπως τα ονόμαζαν ορισμένοι: Περιήλθεν εις γνώσιν της Εφορείας των Νοσοκομείων Βαλουκλή, ότι ωρισμένοι επιτήδειοι διαδίδοντες ότι υπάρχουσιν ελλείψεις εις τα Άσυλά μας προσπαθούσι δια της μεθόδου της επαιτείας να εκμεταλευθώσι τα φιλάνθρωπα αισθήματα της ομογενείας. Συγκεκριμένως διεπιστώθη ότι μία επαίτις περιερχομένη τα γραφεία και τας κατοικίας των ομογενών παραπονείται ότι δήθεν η θυγάτηρ της, φυματική, νοσηλευομένη και αποβιώσασα εν τοις ασύλοις ημών μένει ασαβάνωτος ελλείψει σαβάνου εν τοις Νοσοκομείοις και προσπαθεί ούτω να αποσπάση χρήματα παρά των φιλανθρώπων. Η Εφορεία στιγματίζουσα δημοσία την τοιαύτην κακοήθειαν συνιστά εις το ομογενές κοινόν όπως μη πιστεύη εις παρόμοια ψεύδη και πίπτη θύμα ασυνειδήτων εκμεταλλευτών.
Πρώτα ιδρύθηκε το 1753 στον Galata το νοσοκομείο των Γκεμιτζήδων, των ναυτικών, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Eğrikapı, κοντά στον περίφημο βυζαντινό ναό της Μονής της Χώρας με τα θαυμάσια ψηφιδωτά, ως Νοσοκομείο Μεταδοτικών Νοσημάτων. Το 1836 μεταφέρθηκε σε χώρο που δώρισε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ μετά από τις πιέσεις του Χατζή Χάννα Φάχρη, αξιωματούχου στο σαράι και ευνοούμενου του σουλτάνου, στην περιοχή Yedikule. Τότε καθιερώθηκε και ο τίτλος Balıklı Rum Hastanesi, Ρωμαίικα Νοσοκομεία Βαλουκλή . Η προσωπογραφία του Χατζή Χάννα Φάχρη, που τον εικονίζει με λευκή γενειάδα και ένα πελώριο σαρίκι στο κεφάλι, είναι πάντα κρεμασμένη δίπλα στις φωτογραφίες των μετέπειτα μεγάλων ευεργετών όπως οι Ζερβουδάκης, Συγγρός, Ζαρίφης, Μαυρογορδάτος, Σκουλούδης, Χαριτωνίδης κ.ά.
Το νοσοκομείο, χτισμένο σε έκταση 163.000 τετραγωνικών μέτρων, περιελάμβανε 28 κτίρια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στη μικρή κωμόπολη του νοσοκομείου, στις διάφορες κλινικές, στο γηροκομείο και στην κλινική των ψυχικώς ασθενούντων συναντούσες πάνω από 1.000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων, εκτός των ασθενών, των γιατρών, των νοσηλευτών και του βοηθητικού και διοικητικού προσωπικού. Στις κλινικές εργάζονταν τότε οι καλύτεροι και διασημότεροι γιατροί της ομογένειας αλλά και αρκετοί διαπρεπείς Τούρκοι γιατροί. Τα ακίνητα που είχε αποκτήσει το νοσοκομείο από δωρεές ξεπερνούσαν τα 300. Το οικόπεδο όπου χτίστηκε η Αγία Τριάδα, η οποία δεσπόζει ακόμα στην πλατεία Ταξίμ, καθώς και το οικόπεδο του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, ήταν ιδιοκτησία του νοσοκομείου.
Η κυρία λοιπόν αυτή, η τεθλιμμένη και βαρυπενθούσα μητέρα που χτυπούσε τα κουδούνια στα απαρτεμάν στο Πέρα και σε άλλες περιοχές όπου κατοικούσαν πολλοί Ρωμιοί, είχε καταστρώσει το τέλειο σχέδιο εξαπάτησης των ευαίσθητων κυρίως γυναικών, αλλά και αρκετών ανδρών οι οποίοι θεωρούσαν τη φιλανθρωπία υποχρέωση και καθήκον τους. Αφού χτυπούσε την πόρτα, με τις σωστές και προσεγμένες της ερωτήσεις, βεβαιωνόταν πρώτα ότι οι ένοικοι ήταν Ρωμιοί και στη συνέχεια «ζούσε το δράμα» της με τόση τέχνη που κανείς δεν αμφισβητούσε το αληθές των βασάνων της. Αυτή τη φορά το δράμα της ήταν ότι η νεκρή από φυματίωση νεαρά κόρη της δεν μπορούσε να κηδευτεί διότι το νοσοκομείο Βαλουκλή, όπου νοσηλευόταν, δεν διέθετε σάβανα! Πώς να μπει το νεανικό κορμί που δεν πρόλαβε να ζήσει και να ανθίσει μέσα στο κρύο και αφιλόξενο φέρετρο χωρίς πρώτα να σαβανωθεί σύμφωνα με τα ιερά έθιμα της ορθόδοξης εκκλησίας; Πώς να αντέξει η καρδιά της μάνας μια τέτοια προσβολή; Πώς να χτυπήσει την πόρτα του παραδείσου η αγνή κορασίδα ασαβάνωτη; Και να οι τούρκικες λίρες στο πουγκί της, να και τα συλλυπητήρια σωρό με βουρκωμένα μάτια και τρεμάμενη φωνή όσων πιάνονταν κορόιδα. Όπως απεδείχθη, η κυρία αυτή είχε πολλές φορές χτυπήσει τις πόρτες των ρωμαίικων οικογενειών, αφού η ζωή της, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, της επιφύλασσε το ένα δράμα μετά το άλλο. Κάποια φορά χρειάστηκε βοήθεια γιατί η ασθενής κόρη της έπρεπε να σταλεί στο νοσοκομείο και δεν είχε χρήματα ούτε για να τη μεταφέρει έως εκεί. Κάποια άλλη φορά, η ασθενής ετοιμοθάνατη κόρη καιγόταν στον πυρετό στην κλίνη του φτωχικού τους σπιτιού και δεν είχε χρήματα να της αγοράσει φάρμακα και τη σωτήρια δόση πενικιλίνης που χρειαζόταν. Άλλοτε πάλι βούτυρο, λάδι, κρέας ή αυγά ζητούσε για τη φθισική κόρη γιατί το φαγητό του νοσοκομείου δεν ήταν επαρκώς θρεπτικό.
Μέχρι που άρχισε να ξεχνάει τα διάφορα δακρύβρεχτα σενάρια δυστυχίας που χρησιμοποιούσε και τον Απρίλιο του 1948, λίγο πριν δημοσιευτεί η σχετική ανακοίνωση της Εφορείας του Βαλουκλή, άρχισε να χτυπά τις πόρτες σπιτιών που είχε επισκεφτεί πριν περίπου από κάνα χρόνο, και να ζητάει, όπως και την προηγούμενη χρονιά, χρηματική βοήθεια για να θάψει την αποθανούσα στο νοσοκομείο κόρη της που έπασχε από ανίατη ασθένεια και το νοσοκομείο δεν της προμήθευε τα απαραίτητα σάβανα. Και τότε ήταν που και οι πιο απονήρευτοι και οι αφελέστεροι των αφελών σκέφτηκαν ξαφνικά ότι αυτή η νεαρά κόρη, η βασανισθείσα από την αρρώστια και την άπονη ζωή, εγκαταλείψασα τόσο νωρίς τον μάταιον τούτο κόσμον, δεν ήταν και πολύ λογικό να παραμένει ένα χρόνο και κάτι μήνες ασαβάνωτη και άταφη. Και τότε διεπιστώθη ότι κόρη δεν υπήρχε, ούτε ζωντανή, ούτε ασθενούσα, ούτε νεκρή και στα αζήτητα έμειναν τα σάβανα. Και όσοι άκουσαν την ιστορία, τρεις φορές κούνησαν το κεφάλι τους, δυο φορές σηκώθηκαν και ξανακάθισαν στη θέση τους κάνοντας τον σταυρό τους, τρεις έφτυσαν στον κόρφο τους και μία φορά είπαν «μακριά από μας τα σάβανα, Θεέ μου».
* * *
Μπαλουκλή, τα πλυντήρια του ρωμαίικου νοσοκομείου, 1896
* * *
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη
from dimart http://ift.tt/1PLSvWw
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου