Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Η θεμελιώδης ανεπάρκεια της μετάφρασης

Sans titre, pliage, 2015 COVER

Sans titre, pliage, 2015

H ελληνικότητα ήταν ο «δαίμονας» ή ο «άγγελος» για την τέχνη (σας); — απαντά ο Βασίλης Σαλπιστής

Παρότι αντιλαμβάνομαι ότι η ερώτηση, έτσι διατυπωμένη, απαντά τρόπον τινά στην κοινωνική και την πολιτική συγκυρία, προσωπικά αδυνατώ να σκεφτώ το ζήτημα με αυτούς τους όρους· ούτε δαίμονας ούτε άγγελος, λοιπόν.

Από την άλλη, καμιά απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν νοείται πλέον εκτός της συγκυρίας. Το ζήτημα της ταυτότητας, διατυπωμένο στα πλαίσια ενός δημόσιου διαλόγου, δεν μπορεί να γίνει πλέον αντιληπτό ως κάτι το αποκλειστικά προσωπικό. Αλλά και  δεν γνωρίζω να υπήρξε κάποια στιγμή στο παρελθόν όπου όλοι ήταν σύμφωνοι για το τι ακριβώς εκφράζει ο όρος «ελληνικότητα». Ακόμη όμως κι αν ήταν έτσι, κάτι τέτοιο σίγουρα δεν συμβαίνει πλέον.

Σε ότι με αφορά, η απάντηση είναι μάλλον διττή. Έχει να κάνει αφενός με το αν κάποια εκδοχή της ελληνικότητας επηρεάζει ή όχι την πρόσληψη της δουλειάς μου στην Γαλλία, όπου ζω εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Αφετέρου δε, με τον τρόπο, με τον οποίο εγώ ο ίδιος αντιλαμβάνομαι και διατυπώνω αυτή την επιρροή, δεδομένης της απόστασης που με χωρίζει από το γενεσιουργό της πλαίσιο.

Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος, μέχρι το 2009 περίπου, οι καταβολές μου δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στην πρόσληψη της δουλειάς μου στην Γαλλία (ενώ οι γαλλικές επιρροές λόγω σπουδών, χρωμάτιζαν και χρωματίζουν την αποδοχή της στην Ελλάδα). Η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα ήταν κάτι το συγκεχυμένο, για τον κόσμο της τέχνης τουλάχιστον, δεν ήμουν ούτε αρκούντως ημέτερος για να μετέχω απρόσκοπτα των κοινών προβληματισμών και της τρέχουσας αισθητικής, ούτε όμως και αρκετά εξωτικός ώστε η ελληνικότητα μου να αποτελεί τον κεντρικό άξονα ανάγνωσης της δουλειάς μου: δεν ήμουν ούτε αρκετά Βαλκάνιος, ούτε αρκετά Μεσογειακός.

Από το 2010 και πέρα όμως είμαι Έλληνας πέρα από κάθε αμφιβολία, και κάθε τι που έκανα που κάνω και θα κάνω αντικατοπτρίζει αναπόδραστα, έστω και ασυνείδητα, τα βιώματα της τόσο ιδιαίτερης πατρίδας μου. Σχεδόν κάθε συνομιλητής, ο οποίος μου ανέθετε τον ρόλο του αυτοσχέδιου εκπρόσωπου των ελληνικών εξελίξεων, φρόντιζε παράλληλα να ζητήσει συγνώμη για την υπεραπλούστευση και συνέχιζε κατόπιν την ανάλυση της κατάστασης την οποία με καλούσε να επιβεβαιώσω. Όλα αυτά δεν είναι βέβαια παρά επιφανειακές αντιδράσεις, δυσανάλογα επιφανειακές δεδομένων των πραγματικών συνθηκών, οι οποίες όμως διαμορφώνουν σε ένα σημαντικό βαθμό το πλαίσιο πρόσληψης της ελληνικής σύγχρονης τέχνης εκτός των συνόρων τα τελευταία χρόνια.

Οι σπουδές στις ελληνικές Σχολές Καλών Τεχνών, όμως, ακολουθούν την δυτική αντίληψη του ρόλου του καλλιτέχνη, μια κατά κύριο λόγο αποστασιοποιημένη και «αντικειμενική» προσέγγιση, όπου ο καλλιτέχνης βρίσκεται στην περιφέρεια του έργου και όχι στο θεματικό επίκεντρο του, ως δρώσα και βιωματική υποκειμενικότητα. Αυτός φαντάζομαι είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι-ες καλλιτέχνες, της γενιάς μου τουλάχιστον, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σ’ αυτήν την νεοαποκτηθείσα  ελληνικότητα μας. Παρακολουθώ με ενδιαφέρον —και κάποιο θαυμασμό— τους λίγους που διαχειρίζονται με επάρκεια και ευελιξία την μετάβαση σ’ αυτήν την νέα υποκειμενικότητα.

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος τώρα, ο πιο άμεσος τρόπος για να περιγράψω αυτό που αντιλαμβάνομαι ως ελληνικότητα στη δουλειά μου έχει να κάνει με την σχέση μου με την γλώσσα.

Όταν κάποιος φτιάχνει εικόνες προερχόμενος από ένα έντονα παραβολικό γλωσσικό περιβάλλον, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ελληνικών, αντιλαμβάνεται αυτές τις εικόνες ως επιχειρήματα. Όχι μόνο δεν θεωρεί απαραίτητη κάποιας μορφής θεωρητική διαλεύκανση που θα τις καθιστούσε αντιληπτές ως διαλεκτικά αντικείμενα, αλλά καλλιεργεί την διακειμενικότητα του αφηγηματικού τους χαρακτήρα ως ένα αυτόνομο ρητορικό σχήμα. Όταν στην συνέχεια αυτή η ρητορική των εικόνων μετακομίζει σε ένα διαφορετικό γλωσσικό πλαίσιο, καρτεσιανά γαλλικό εν προκειμένω, είτε επιχειρεί να βασιστεί σε κάποιου είδους επίπλαστη στρατηγική μετάφρασης —κάτι που αποδείχθηκε εντέλει άχαρο και περιοριστικό— είτε αποδέχεται αυτή την μορφή τμηματικής αδιαφάνειας ως υπόθεση εργασίας για την συνέχεια. Οι διαγλωσσικές αποκλίσεις και η θεμελιώδης ανεπάρκεια οποιασδήποτε μεταφραστικής απόπειρας αποτελούν άλλωστε το επίκεντρο κάθε διασπορικής εμπειρίας.

V.S. OK

 * * *

Κάθε εβδομάδα ένας εικαστικός καλλιτέχνης απαντά στο ερώτημα του dim/art «H ελληνικότητα ήταν ο «δαίμονας» ή ο «άγγελος» για την τέχνη (σας);» Επιχειρούμε δι’ αυτής της οδού να επαναφέρουμε ένα ερώτημα για τον νεοελληνικό πολιτισμό που τέθηκε ήδη αρκετές φορές και που αποτέλεσε κεντρικό μάλλον άξονα των αναζητήσεων της γενιάς του ’30 και να δούμε, βάσει των απαντήσεων, εάν έχει νόημα να τίθεται ξανά, με νέους όρους και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες ή αν έχει ξεπεραστεί οριστικά. Πώς απαντούν «νεότεροι» και «παλαιότεροι» καλλιτέχνες σε μια ερώτηση που βασάνισε μια ολόκληρη γενιά, αυτήν του 1960, αλλά και παγίδευσε τη σύγχρονη ελληνική τέχνη και λογοτεχνία;
Επιμέλεια: Δρ. , ιστορικός/θεωρητικός τέχνης.

* * *

Στο «Cafe dim/art» γίνονται διαδικτυακές συναντήσεις σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων και λογοτεχνών.

Εδώ άλλες αναρτήσεις από το Cafe dim/art

Το dim/art στο facebook




from dimart http://ift.tt/1PRwKpF
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου