—Είναι η ίδια η επιδίωξη της ευτυχίας που ανατρέπει την ευτυχία—
Ένας ψυχίατρος που επέζησε του Ολοκαυτώματος εξηγεί γιατί το Νόημα είναι πιο σημαντικό από την Ευτυχία.
—της Emily Esfahani Smith / The Atlantic | Μετάφραση για το dim/artΙ: Ρηγούλα Γεωργιάδου—
Τον Σεπτέμβριο του 1942, ο Βίκτορ Φρανκλ, εξέχων ψυχίατρος και νευρολόγος εβραϊκής καταγωγής από τη Βιέννη, συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης με τη σύζυγό του και τους γονείς του.
Τρία χρόνια αργότερα, όταν το στρατόπεδό του απελευθερώθηκε, οι περισσότεροι από την οικογένειά του, μεταξύ αυτών και η έγκυος σύζυγός του, είχαν χαθεί – αλλά εκείνος, ο κρατούμενος 119104, είχε επιζήσει. Στο βιβλίο του με τίτλο Αναζητώντας το νόημα της ζωής, που έγραψε σε εννέα ημέρες και έγινε μπεστσέλερ το 1946, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του στα στρατόπεδα, ο Φρανκλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορά μεταξύ εκείνων που είχαν ζήσει και εκείνων που είχαν πεθάνει συμπυκνώνεται σε ένα πράγμα: στο Νόημα. Μια έννοια που συνέλαβε από σχετικά μικρή ηλικία. Όταν ήταν μαθητής λυκείου, ένας καθηγητής της Φυσικής δήλωσε στην τάξη, «Η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διαδικασία καύσης, μια διαδικασία οξείδωσης». Τότε ο Φρανκλ πετάχτηκε από την καρέκλα του και απάντησε: «Κύριε, αν ισχύει αυτό, τότε ποιο μπορεί να είναι το νόημα της ζωής;»
Όπως είδε στα στρατόπεδα, όσοι εύρισκαν νόημα ακόμη και στις πιο φρικτές συνθήκες, ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί στις απερίγραπτες κακουχίες από εκείνους που δεν εύρισκαν. «Τα πάντα μπορεί να στερήσει κανείς από τον άνθρωπο, εκτός από ένα», έγραψε στο Αναζητώντας το νόημα της ζωής. «Την υπέρτατη ανθρώπινη ελευθερία: το να επιλέγει τη στάση του στις εκάστοτε περιστάσεις, το να επιλέγει τον δικό του δρόμο».
Στα στρατόπεδα ο Φρανκλ εργάστηκε ως ψυχοθεραπευτής και στο βιβλίο του δίνει το παράδειγμα δύο κρατουμένων με τάσεις αυτοκτονίας που συνάντησε εκεί. Όπως και πολλοί άλλοι, αυτοί οι δύο άνδρες ήταν απελπισμένοι και θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο να περιμένουν από τη ζωή, κανένας λόγος να συνεχίσουν να ζουν. «Και στις δύο περιπτώσεις», γράφει, «το ζητούμενο ήταν να τους κάνω να συνειδητοποιήσουν ότι η ζωή περίμενε κάτι από αυτούς. Κάτι που μελλοντικά αναμενόταν από αυτούς». Για τον έναν αυτό το κάτι ήταν το μικρό παιδί του, που τότε ζούσε σε μια ξένη χώρα. Για την άλλο, έναν επιστήμονα, ήταν μια σειρά βιβλίων που έπρεπε να τελειώσει. Γράφει ο Φρανκλ:
Αυτή η μοναδικότητα που διακρίνει κάθε άτομο και δίνει νόημα στην ύπαρξή του εδράζεται τόσο στη δημιουργική εργασία όσο και στην ανθρώπινη αγάπη. Η επίγνωση ότι κάθε άνθρωπος είναι αναντικατάστατος αφήνει να φανεί σε όλο της το μεγαλείο η ευθύνη που έχει ένας άνθρωπος για την ύπαρξή του και τη συνέχισή της. Ένας άνθρωπος που αποκτά συνείδηση της ευθύνης που φέρει προς ένα ανθρώπινο ον που περιμένει με αγάπη γι ‘αυτόν, ή σε ένα ημιτελές έργο, ποτέ δεν θα καταφέρει να παραπετάξει τη ζωή του. Ξέρει το «γιατί» της ύπαρξής του, και θα βρει τρόπο να αντέξει σχεδόν οποιοδήποτε «πώς».
Το 1991, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και η Λέσχη Book of the Month κατέταξε το Αναζητώντας το νόημα της ζωής σε στα 10 πιο σημαντικά βιβλία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Τώρα, πάνω από είκοσι χρόνια αργότερα, οι ηθικές αξίες του βιβλίου –η έμφαση που δίνει στο Νόημα, η αξία του πόνου, και η ευθύνη για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό (μας)– φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τον πολιτισμό μας, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιδίωξη της ατομικής ευτυχίας από ό,τι για την αναζήτηση νοήματος. «Για τον Ευρωπαίο», έγραφε ο Φρανκλ, «ένα χαρακτηριστικό της αμερικανικής κουλτούρας που εμφανίζεται κατ’ επανάληψη είναι η προσταγή και η παρότρυνση «να είσαι ευτυχισμένος». Όμως η ευτυχία δεν είναι κάτι που μπορεί να επιδιωχθεί με το έτσι θέλω. Πρέπει να προκύψει. Πρέπει να έχει κανείς ένα λόγο για να είναι ευτυχισμένος».
Παρόλο που στην Αμερική το επίπεδο ευτυχίας βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της τετραετίας, οι τέσσερις στους δέκα Αμερικανούς δεν έχουν ανακαλύψει έναν ικανοποιητικό σκοπό ζωής.
Σύμφωνα με την Gallup, τα επίπεδα ευτυχίας των Αμερικανών είναι σε υψηλό τετραετίας –όπως και ο αριθμός των μπεστσέλερ με τη λέξη «ευτυχία» στον τίτλο τους. Στο ίδιο κείμενο, η Gallup αναφέρει επίσης ότι σχεδόν το εξήντα τοις εκατό των Αμερικανών σήμερα αισθάνονται ευτυχείς, χωρίς ιδιαίτερο άγχος ή ανησυχία. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, περίπου τέσσερις στους δέκα Αμερικανούς δεν έχουν ανακαλύψει έναν ικανοποιητικό σκοπό στη ζωή τους. Το σαράντα τοις εκατό είτε δεν θεωρούν ότι η ζωή τους έχει μια σαφή αίσθηση του σκοπού ή είναι ουδέτεροι για το αν τη ζωή τους έχει σκοπό. Σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών αισθάνονται ουδέτεροι ή δεν έχουν ισχυρή αίσθηση του τι δίνει νόημα στη ζωή τους. Η έρευνα έχει δείξει ότι η ύπαρξη σκοπού και νοήματος στη ζωή αυξάνει τη συνολική ευημερία και ικανοποίηση από τη ζωή, βελτιώνει την ψυχική και σωματική υγεία και τις αντοχές, αυξάνει την αυτοεκτίμηση και μειώνει τις πιθανότητες κατάθλιψης. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα η πεισματική επιδίωξη της ευτυχίας κατά ειρωνεία της τύχης κάνει τους ανθρώπους λιγότερο ευτυχείς. «Είναι η ίδια η επιδίωξη της ευτυχίας», όπως διαπίστωνε ο Φρανκλ, «αυτή που αποτρέπει την ευτυχία».
* * *
Κι αυτός είναι ο λόγος που μερικοί ερευνητές εφιστούν την προσοχή στο πρόβλημα της απλής επιδίωξης ευδαιμονίας. Σε μια νέα μελέτη η οποία θα δημοσιευθεί σε ένα προσεχές τεύχος της Journal of Positive Psychology, επιστήμονες της ψυχικής υγείας ρώτησαν περίπου τετρακόσιους Αμερικανούς ηλικίας 18 έως 78 ετών αν θεωρούσαν ότι η ζωή τους ήταν μεστή νοήματος ή/και ευτυχίας. Εξετάζοντας τη στάση τους όπως την είχαν περιγράψει οι ίδιοι απέναντι στο νόημα, την ευτυχία και πολλές άλλες μεταβλητές –όπως και τα επίπεδα στρες, τις καταναλωτικές συνήθειες και με τα παιδιά τους– σε μια περίοδο ενός μήνα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια ζωή με νόημα και μια ευτυχισμένη ζωή αλληλεπικαλύπτονταν σε ορισμένα σημεία, αλλά συνολικά διέφεραν κατά πολύ. Όπως διαπίστωσαν οι ψυχολόγοι, το να ζει κανείς μια ευτυχισμένη ζωή έχει να κάνει με το αν είναι «αποδέκτης», ενώ το να ζει μια ζωή με νόημα αντιστοιχεί με το να είναι «δωρητής».
«Η χωρίς νόημα ευτυχία χαρακτηρίζει μια σχετικά ρηχή, εγωκεντρική ή ακόμη και εγωιστική ζωή, κατά την οποία τα πράγματα πάνε καλά, οι ανάγκες και οι επιθυμίες ικανοποιούνται εύκολα, και οι δύσκολες ή ιδιαίτερα κουραστικές εμπλοκές αποφεύγονται», γράφουν οι συγγραφείς.
Σε τι διαφέρει η ευτυχισμένη ζωή και το νόημα της ζωής; Η ευτυχία, συμπέραναν, έχει να κάνει με το να αισθάνεται κανείς καλά. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που είναι ευχαριστημένοι τείνουν να πιστεύουν ότι η ζωή είναι εύκολη, έχουν καλή σωματική υγεία, και είναι σε θέση να αγοράσουν τα πράγματα που χρειάζονται και επιθυμούν. Ενώ η έλλειψη αρκετών χρημάτων μειώνει την αίσθηση του πόσο ευτυχισμένος είσαι και τι νόημα βλέπεις να έχει η ζωή σου, έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ευτυχία. Η ευτυχισμένη ζωή ορίζεται επίσης από την έλλειψη άγχους ή ανησυχίας.
Το πιο σημαντικό από κοινωνική άποψη, είναι το ότι η επιδίωξη της ευτυχίας συνδέεται με εγωιστική συμπεριφορά –το να είσαι, όπως αναφέρθηκε, μάλλον «αποδέκτης» παρά «δωρητής».
Οι ψυχολόγοι δίνουν μια εξελικτική ερμηνεία σ’ αυτό: η ευτυχία έχει να κάνει με την περιστολή κινήτρων. Εάν έχετε μια ανάγκη ή μια επιθυμία –όπως η πείνα– την ικανοποιείτε, και αυτό σας κάνει ευτυχισμένους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι γίνονται ευτυχισμένοι όταν παίρνουν αυτό που θέλουν. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν είναι οι μόνοι που μπορούν να αισθάνονται ευτυχείς. Και τα ζώα έχουν ανάγκες και κίνητρα, και όταν αυτά ικανοποιούνται, και τα ζώα αισθάνονται επίσης ευχαριστημένα, επισημαίνουν οι ερευνητές.
«Οι χαρούμενοι άνθρωποι αντλούν μεγάλη χαρά από το να δέχονται ευεργετήματα από τους άλλους, ενώ οι άνθρωποι που ζουν μια ζωή με νόημα ζωή παίρνουν πολλή χαρά με το να δίνουν στους άλλους», εξήγησε η Kathleen Vohs, μία από τους συντάκτες της μελέτης, σε μια πρόσφατη παρουσίαση στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Με άλλα λόγια, το νόημα υπερβαίνει το εγώ ενώ η ευτυχία έχει να κάνει με την προσφορά στο εγώ όλων όσων επιθυμεί. Οι άνθρωποι που δίνουν στο Νόημα υψηλή θέση στη ζωή τους, είναι πιο πιθανό να βοηθούν τους άλλους που έχουν ανάγκη. «Σε τελική ανάλυση, καθαρή ευτυχία σημαίνει να μην βοηθάς τους άλλους που έχουν ανάγκη», επισημαίνει η ομάδα των ερευνητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η Jennifer Aaker και η Emily Garbinsky από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα δεν είναι η επιδίωξη της ευτυχίας, η οποία συναντάται σε όλη την έκταση του φυσικού κόσμου, αλλά η επιδίωξη του νοήματος, η οποία είναι μοναδική για τον άνθρωπο, σύμφωνα με τον Roy Baumeister, επικεφαλής ερευνητή της μελέτης και συγγραφέα, από κοινού με τον John Tierney, του πρόσφατου βιβλίου Δύναμη της θέλησης: Επαναπροσδιορίζοντας την μεγαλύτερη ανθρώπινη ικανότητα. Ο Baumeister, κοινωνικός ψυχολόγος στο Florida State University, ανακηρύχτηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Στατιστικής (ISI) ο κορυφαίος επιστημονικός ερευνητής με παραπομπές στις μελέτες του για το 2003.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ανέφεραν ότι αντλούν νόημα από το να προσφέρουν ένα κομμάτι του εαυτού τους σε άλλους και στο να κάνουν κάποια θυσία για λογαριασμό της συνολικής ομάδας. Σύμφωνα με τα λόγια του Martin Ε. Ρ. Seligman, ενός από τους κορυφαίους εν ζωή επιστήμονες της ψυχολογίας, στη μεστή νοήματος ζωή «χρησιμοποιείς τις δυνατότητες και τα ταλέντα σου με τρόπο που να σε εντάσσουν και να υπηρετούν κάτι που πιστεύεις ότι είναι μεγαλύτερο από τον εαυτό σου». Για παράδειγμα, η ύπαρξη νοήματος στη ζωή κάποιου συνδέεται με δραστηριότητες όπως η αγορά δώρων για τους άλλους, η φροντίδα των παιδιών και η συζήτηση με επιχειρηματολογία. Οι άνθρωποι των οποίων η ζωή έχει υψηλά επίπεδα νοήματος συχνά επιδιώκουν ενεργά την εύρεση νοήματος, ακόμη κι όταν ξέρουν ότι θα αποβεί εις βάρος της ευτυχίας. Επειδή οι ίδιοι έχουν επενδύσει σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους, ανησυχούν περισσότερο και έχουν υψηλότερα επίπεδα στρες και άγχους στη ζωή τους από τους χαρούμενους ανθρώπους. Η ύπαρξη παιδιών, για παράδειγμα, συνδέεται με το νόημα της ζωής και απαιτεί αυτοθυσία, αλλά από την άλλη μεριά συνδέεται, όπως είναι πασίγνωστο, με χαμηλά ποσοστά ευτυχίας των γονέων, συμπεριλαμβανομένων και όσων συμμετείχαν σε αυτή τη μελέτη. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον ψυχολόγο Ντάνιελ Γκίλμπερτ του Χάρβαρντ, η έρευνα δείχνει ότι οι γονείς είναι λιγότερο ευτυχισμένοι όταν αλληλεπιδρούν με τα παιδιά τους από ό,τι όταν αθλούνται, τρώνε ή βλέπουν τηλεόραση.
«Εν μέρει, αυτό που κάνουμε ως άνθρωποι είναι να φροντίζουμε και να βοηθούμε τους άλλους. Αυτό δίνει νόημα στην ζωή, αλλά δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι μας κάνει ευτυχισμένους», μου είπε ο Baumeister σε μια συνέντευξη.
Το νόημα δεν έχει να κάνει μόνο με την υπέρβαση του εαυτού, αλλά και με την υπέρβαση της παρούσης στιγμή – πράγμα που είναι ίσως το πιο σημαντικό εύρημα της μελέτης, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ενώ η ευτυχία είναι ένα συναίσθημα αισθητό στο εδώ και το τώρα, μοιραία εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου, ακριβώς όπως όλα τα συναισθήματα· η θετική αίσθηση και τα συναισθήματα της ευχαρίστησης είναι φευγαλέα. Το χρονικό διάστημα που οι άνθρωποι αναφέρουν ότι αισθάνονται καλά ή κακά συμβαδίζει με την ευτυχία, αλλά καθόλου με το νόημα.
Το νόημα, από την άλλη πλευρά, είναι διαρκές. Συνδέει το παρελθόν με το παρόν και στρέφεται προς το μέλλον. «Η σκέψη πέρα από την παρούσα στιγμή, είτε προς το παρελθόν είτε προς το μέλλον, ήταν ένα από τα στοιχεία της σχετικά πλήρους νοήματος αλλά δυστυχισμένης ζωής», γράφουν οι ερευνητές. «Η ευτυχία σε γενικές γραμμές δεν βρίσκεται στο να σκέφτεσαι το παρελθόν ή το μέλλον». Δηλαδή, οι άνθρωποι που σκέφτονταν περισσότερο το παρόν ήταν πιο ευτυχισμένοι, αλλά οι άνθρωποι που αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στο να συλλογίζονται το μέλλον ή περασμένους αγώνες και βάσανα αισθάνονταν ότι έχουν περισσότερο νόημα στη ζωή τους, μολονότι ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι.
Όπως διαπιστώθηκε, τα αρνητικά γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή ενός ανθρώπου μειώνουν την ευτυχία, αλλά αυξάνουν την ποσότητα του νοήματος που θα έχει η ζωή του.
Μια άλλη μελέτη που έγινε το 2011 το επιβεβαίωσε· διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι που έχουν νόημα στη ζωή τους, με τη μορφή ενός σαφώς καθορισμένου σκοπού, κατατάσσουν την ικανοποίηση που αντλούν από τη ζωή υψηλότερα, ακόμη και όταν αισθάνονταν πιο άσχημα από εκείνους που δεν είχαν ένα σαφώς καθορισμένο σκοπό. «Αν υπάρχει κάποιο –οποιοδήποτε– νόημα στη ζωή» έγραψε ο Φρανκλ, «τότε θα πρέπει να υπάρχει νόημα στον πόνο».
* * *
Πράγμα που μας φέρνει πίσω στη ζωή του Φρανκλ και, συγκεκριμένα, σε μια καθοριστική εμπειρία που είχε πριν είχε σταλεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήταν ένα γεγονός που τονίζει τη διαφορά μεταξύ της επιδίωξης του νοήματος και την επιδίωξη της ευτυχίας στη ζωή.
Από πολύ νωρίς, όταν ήταν ακόμα νεαρός ενήλικος και πριν ο ίδιος και η οικογένειά του εγκλειστούν στα στρατόπεδα, ο Φρανκλ είχε καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους ψυχιάτρους στη Βιέννη και τον κόσμο. Ως δεκαεξάχρονο αγόρι, για παράδειγμα, διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ζίγκμουντ Φρόιντ. Μια μέρα έστειλε στον Φρόιντ ένα δισέλιδο γράμμα. Ο Φρόιντ, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Φρανκλ, έστειλε την επιστολή στο International Journal of Psychoanalysis για δημοσίευση. «Ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση», έγραψε στον έφηβο.
Ενώ φοιτούσε ακόμα στην ιατρική σχολή, διέπρεψε ακόμη περισσότερο. Όχι μόνο πρωτοστάτησε στη δημιουργία κέντρων πρόληψης αυτοκτονίας για εφήβους –έναν πρόδρομο του έργου του στα στρατόπεδα– αλλά άρχισε να αναπτύσσει και την χαρακτηριστική συνεισφορά του στον τομέα της κλινικής ψυχολογίας: τη λογοθεραπεία (ΣτΜ, η λεγόμενη Τρίτη Βιενέζικη Σχολή Ψυχοθεραπείας) η οποία είχε ως στόχο να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν την κατάθλιψη και να επιτύχουν την ευτυχία μέσω της εξεύρεσης του προσωπικού τους νοήματος στη ζωή. Ήδη το 1941, οι θεωρίες του είχαν γίνει γνωστές διεθνώς και εργαζόταν ως επικεφαλής του τμήματος νευρολογίας στο Νοσοκομείο Rothschild της Βιέννης, όπου διακινδύνευσε τη ζωή και τη σταδιοδρομία του εκδίδοντας ψευδείς διαγνώσεις ψυχικά ασθενών, ώστε να μην υποβληθούν σε ευθανασία κατόπιν εντολής των ναζιστών.
Ήταν η ίδια χρονιά που κλήθηκε να πάρει μια απόφαση η οποία έμελλε να αλλάξει τη ζωή του. Με την καριέρα του σε άνοδο και την απειλή των ναζί να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του, ο Φρανκλ είχε υποβάλει αίτηση για βίζα στην Αμερική. Του χορηγήθηκε το 1941. Στο μεταξύ οι Ναζί είχαν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνουν τους Εβραίους και να τους στέλνουν στα στρατόπεδα, επικεντρώνοντας πρώτα στους ηλικιωμένους. Ο Φρανκλ ήξερε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να πάρουν και τους γονείς του. Γνώριζε επίσης ότι από τη στιγμή που θα τους έπαιρναν, είχε χρέος να είναι εκεί μαζί τους, για να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν το τραύμα της προσαρμογής στη ζωή του στρατοπέδου. Από την άλλη πλευρά, ως νιόπαντρος με τη βίζα ανά χείρας, μπήκε στον πειρασμό να φύγει για την Αμερική όπου θα ήταν ασφαλής και θα μπορούσε να διακριθεί ακόμη περισσότερο στον τομέα του.
Όπως διηγείται στη βιογραφία της του η Anna S. Redsand, ήταν σαστισμένος και αμφιταλαντευόταν. Έτσι, στην προσπάθειά του να αποφασίσει τι θα έκανε κατέφυγε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη για να καθαρίσει το μυαλό του. Ακούγοντας τη μουσική από το εκκλησιαστικό όργανο, αναρωτιόταν ξανά και ξανά, «Να αφήσω τους γονείς μου πίσω; … Θα πρέπει να πω αντίο και να τους αφήσω στη μοίρα τους;» Πού σταματούσε το χρέος του απέναντί τους; Έψαχνε ένα «σημάδι από τον ουρανό».
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, το βρήκε. Ένα κομμάτι μάρμαρο ήταν πεσμένο πάνω στο τραπέζι. Ο πατέρας του εξήγησε ότι ήταν από τα συντρίμμια μιας γειτονικής συναγωγής που είχαν καταστρέψει οι ναζί. Το κομμάτι του μαρμάρου περιείχε το θραύσμα μιας από τις Δέκα Εντολές – αυτής που επιτάσσει «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι έτσι ο Φρανκλ αποφάσισε να μείνει στη Βιέννη και να απαρνηθεί κάθε δυνατότητα για ασφάλεια και εξέλιξη της σταδιοδρομίας του που τον περίμενε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αποφάσισε να βάλει στην άκρη τις ατομικές επιδιώξεις του για να υπηρετήσει την οικογένειά του και, αργότερα, άλλους κρατούμενους στα στρατόπεδα.
Η σοφία που άντλησε από τις εμπειρίες του εκεί, μέσα στην αφάνταστη ανθρώπινη δυστυχία, ισχύει εξίσου τώρα όπως και τότε: «Το να είσαι άνθρωπος πάντα δείχνει, και κατευθύνεται, προς κάτι ή κάποιον έξω από τον εαυτό σου – είτε πρόκειται για κάποιο νόημα που πρέπει να δικαιώσεις ή για ένα άλλο ανθρώπινο ον που θα συναντήσεις. Όσο περισσότερο ξεχνάει κάποιος τον εαυτό του –είτε προσφέροντάς τον στην υπηρεσία ενός σκοπού είτε στην αγάπη ενός άλλου προσώπου– τόσο πιο άνθρωπος είναι».
Ο Baumeister και οι συνεργάτες του θα συμφωνούσαν πως η αναζήτηση νοήματος είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο μοναδικά ανθρώπινο. Βάζοντας στην άκρη τα ιδιοτελή συμφέροντά μας για να υπηρετήσουμε κάποιον ή κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας –αφιερώνοντας τη ζωή μας στο να «δίνουμε» και όχι στο να «παίρνουμε»– δεν εκφράζουμε μόνο τη στοιχειώδη ανθρωπιά μας, αλλά αναγνωρίζουμε επίσης ότι ευ ζην σημαίνει κάτι περισσότερο από την επιδίωξη της απλής ευτυχίας.
* * *
Σ.τ.Μ.: Το βιβλίο του Βίκτορ Φρανκλ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός (2010) σε μετάφραση Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη με τίτλο Το Νόημα της Ζωής.
* * *
from dimart http://ift.tt/1PtSear
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου